Τι σημαίνει το exacto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης exacto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exacto στο ισπανικά.

Η λέξη exacto στο ισπανικά σημαίνει ακριβής, ακριβής, ακριβής, ακριβής, συγκεκριμένος, ακριβώς, ακριβής, ακριβής, ακριβής, τόσο όσο, διάνα, ακριβής, ενδελεχής, σχολαστικός, σχολαστικός, προσεκτικός, επιμελής, μαχαίρι, συμφωνώ, ακριβώς, ακριβής, απόλυτος, άψογος, τέλειος, ακριβώς, σωστά, έτσι, κοντινός, Ακριβώς!, ακριβώς, με το ακριβές ποσό σε κέρματα, το κέντρο, σχετικά ακριβής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης exacto

ακριβής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Asegúrate de usar las cantidades exactas dadas en la receta.
Βεβαιώσου πως θα χρησιμοποιήσεις τις ακριβείς ποσότητες που δίνονται στη συνταγή.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El testigo le dio a la policía una descripción precisa del sospechoso.
Ο μάρτυρας έδωσε στην αστυνομία μια ακριβή περιγραφή του υπόπτου.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estas son las medidas exactas que necesitas.
Αυτές ακριβώς είναι οι μετρήσεις που θέλεις.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estas cifras no nos dan una visión exacta de la situación.
Αυτά τα νούμερα δε μας δίνουν την ακριβή εικόνα της κατάστασης.

συγκεκριμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Allison tuvo suerte de encontrar el vestido exacto que quería, era el último disponible.
Η Άλισον ήταν τυχερή που βρήκε ακριβώς το φόρεμα που ήθελε· ήταν το τελευταίο στο μαγαζί.

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuesta dos dólares exactos.
Κόστισε ακριβώς δυο δολάρια.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su versión da una exacta descripción de los hechos.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las palabras exactas de Luis fueron: «ya estoy en camino».

ακριβής

(πιστός, σωστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La lectura del termómetro es muy precisa.
Η μέτρηση του θερμόμετρου είναι πολύ ακριβής.

τόσο όσο

(carne, punto) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me gusta la carne cuando está en su punto justo.

διάνα

(προφορικό: πέφτω, πετυχαίνω, χτυπώ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sus predicciones generalmente son acertadas.
Συνήθως πέφτει διάνα στις προβλέψεις της. Πω πω, χτύπησες διάνα με τον χαρακτηρισμό σου!

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es importante tener escalas precisas de cocina cuando estás horneando.
Είναι σημαντικό να έχεις ζυγαριά ακριβείας στην κουζίνα όταν ψήνεις.

ενδελεχής, σχολαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hicimos una inspección rigurosa de la escena del crimen.
Κάναμε μια ενδελεχή έρευνα στον τόπο του εγκλήματος.

σχολαστικός, προσεκτικός, επιμελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jessica es siempre muy escrupulosa con su trabajo y rara vez comete errores.

μαχαίρι

(general) (εργαλείο για κόψιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Afila ese cuchillo antes de picar las cebollas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Χρησιμοποίησε ένα μαχαίρι για να κόψει το χαρτόνι.

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Claro! Él no debería haber ido a la fiesta.
«Δεν έπρεπε να έχει έρθει στο πάρτυ.» «Μαζί σου!»

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era la persona precisa con la que quería hablar.
Ήταν ακριβώς το άτομο με το οποίο ήθελα να μιλήσω.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No sabemos la causa específica del accidente, pero lo estamos investigando.

απόλυτος, άψογος, τέλειος

(ακρίβεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El francotirador apuntó con puntería precisa.

ακριβώς, σωστά, έτσι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ah sí, así es. Ya veo lo que quieres decir en realidad.

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Guarda un parecido exacto (OR: fiel) con el cuadro original.

Ακριβώς!

"¿Quieres decir que esta es nuestra nueva casa?" "¡Exacto!".
«Εννοείς πως αυτό είναι το νέο σπίτι μας;» «Ακριβώς!»

ακριβώς

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"¿Dices que si golpeo mis tobillos tres veces volveré a casa automáticamente?" "¡Exacto!".

με το ακριβές ποσό σε κέρματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το κέντρο

σχετικά ακριβής

Necesitamos unos cien empleados adicionales, pero mañana te daremos un número casi exacto.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exacto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.