Τι σημαίνει το exposed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης exposed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exposed στο Αγγλικά.

Η λέξη exposed στο Αγγλικά σημαίνει εκτεθειμένος, που έχει εκτεθεί σε κτ, ακάλυπτος, γυμνός, που αποκαλύφθηκε, που μαθεύτηκε, εκθέτω, αποκαλύπτω, δείχνω, εκθέτω, εκθέτω, αποκαλύπτω, φανερώνω, εκθέτω κπ σε κτ, εκθέτω, αφήνω κτ εκτεθειμένο, αφήνω κτ εκτεθειμένο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης exposed

εκτεθειμένος

adjective (unprotected)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The exposed part of the ruin was badly weathered.
Το εκτεθειμένο μέρος των χαλασμάτων ήταν άσχημα διαβρωμένο.

που έχει εκτεθεί σε κτ

(not protected from [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Children exposed to trauma need professional help to overcome their problems.
Παιδιά που έχουν εκτεθεί σε τραύμα χρειάζονται βοήθεια από ειδικό για να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους.

ακάλυπτος, γυμνός

adjective (body part: bare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel was wearing a summer dress, but the evening was chilly, so she covered her exposed shoulders with a wrap.
Η Ρέιτσελ φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα, το βραδάκι όμως είχε κρύο οπότε σκέπασε τους γυμνούς της ώμους με ένα σάλι.

που αποκαλύφθηκε, που μαθεύτηκε

adjective (not concealed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The newly exposed secrets destroyed the politician's career.
Τα νέα μυστικά που αποκαλύφθηκαν κατέστρεψαν την καριέρα του πολιτικού.

εκθέτω

(physically: not protect) (κτ/κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The employer provided protective equipment for his employees, as the work exposed them to harmful chemicals.
Ο εργοδότης προμήθευσε τους εργαζόμενους με προστατευτικό εξοπλισμό καθώς η δουλειά τους εξέθετε σε βλαβερές χημικές ουσίες.

αποκαλύπτω, δείχνω

transitive verb (body part: show)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janice's dress exposes her shoulders.
Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της.

εκθέτω

transitive verb (camera film: to light)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The photographer exposed the film for a long time to give it a washed out look.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πόση ώρα θα εκθέσουμε ένα φιλμ στο φως καθορίζει και το αποτέλεσμα της τελικής εικόνας.

εκθέτω

(camera film: to light) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim exposed the film to the light.
Ο τζιμ εξέθεσε το φιλμ στο φως.

αποκαλύπτω, φανερώνω

transitive verb (secret: reveal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The whistle blower exposed her company's crimes.
Η πληροφοριοδότης αποκάλυψε τα παραπτώματα της εταιρείας.

εκθέτω κπ σε κτ

(to experiences)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom wanted to expose his son to the real world.
Ο Τομ ήθελε να εκθέσει τον γιο του στον πραγματικό κόσμο.

εκθέτω

(to bad influences) (καποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison's friend exposed her to some bad habits.

αφήνω κτ εκτεθειμένο

transitive verb (computer: to virus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Erin's virus software was out of date, which exposed her computer.

αφήνω κτ εκτεθειμένο

(computer: to virus) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
By clicking on the pop-up ad, Fred exposed his computer to a trojan.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exposed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.