Τι σημαίνει το extraña στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης extraña στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του extraña στο ισπανικά.
Η λέξη extraña στο ισπανικά σημαίνει μου λείπει, μου λείπει, μαραζώνω για κπ/κτ, περίεργος, παράξενος, ασυνήθιστος, αντιπαθητικός, αλλοδαπός, αλλόκοτος, παράξενος, άγνωστος, ασυνήθιστος, περίεργος, παράξενος, άγνωστος, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, περίεργος, παράξενος, μυστηριώδης, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, αλλόκοτος, παράδοξος, απίστευτος, απίθανος, εξωτικός, παράξενος, αλλόκοτος, αντισυμβατικός, φανταστικός, πλασματικός, τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος, ασυνήθιστος, ασυνήθης, ξένος, εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, αλλόκοτος, παράξενος, ύποπτος, ασυνήθιστος, εκκεντρικός, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, περίεργος, παράξενος, ύποπτος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, ξένος, ξένος, άγνωστος, ξένος, θα μου λείψεις, μου λείπει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης extraña
μου λείπει(AmL) Los niños extrañan a su padre cuando está en viajes de negocios. Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές. |
μου λείπει(AmL) Extraño las montañas de mi tierra. Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας. |
μαραζώνω για κπ/κτ
Ahora que Tom es adolescente, sus padres añoran los días en que no estaba de mal humor. |
περίεργος, παράξενοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Uno de los pastelillos tenía una forma extraña. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν πολύ ασυνήθιστη η συμπεριφορά του σήμερα. |
ασυνήθιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jugar en la nieve era una experiencia extraña para los niños. |
αντιπαθητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ese hombre extraño nos está siguiendo. Siempre me pareció que el tío de Lana era un poco extraño. Πάντα πίστευα ότι ο θείος της Λάνα ήταν κάπως τρομακτικός. |
αλλοδαπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El gobierno dijo que deportaría a la familia extranjera. Η κυβέρνηση δήλωσε πως θα απελάσει την αλλοδαπή οικογένεια. |
αλλόκοτος, παράξενοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tener un solo ojo en la frente da a los cíclopes un aspecto muy extraño. Ο Κύκλωπας φαίνεται τόσο παράξενος με μόνο ένα μάτι στο μέτωπό του. |
άγνωστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las extrañas costumbres de la gente del lugar confundían a Charlotte. Οι διαφορετικοί τρόποι των κατοίκων της κωμόπολης προκάλεσαν σύγχυση στη Σάρλοτ. |
ασυνήθιστοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Comer insectos nos resulta muy extraño. |
περίεργος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¡Qué extraño! ¿Quién lo hubiera imaginado? |
άγνωστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La macroeconomía es un concepto extraño para muchos. |
ιδιαίτερος, ξεχωριστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John era un individuo extraño. |
περίεργος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Se quedó en su casa el viernes a la noche? Qué raro. Έμεινε σπίτι Παρασκευή βράδυ; Περίεργο (or: παράξενο)... |
μυστηριώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) David salió a investigar qué era el misterioso zumbido. Ο Ντέιβιντ βγήκε έξω να διερευνήσει από που προέρχεται το μυστηριώδες βουητό. |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Patricio observó cómo el jarrón voló por la habitación por voluntad propia. "Eso sí que es peculiar" pensó. Η Πατρίσια είδε το βάζο να πετάει μέσα στο δωμάτιο από μόνο του. «Λοιπόν, αυτό είναι περίεργο,» σκέφτηκε. |
αλλόκοτος, παράδοξος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Un gato de tres piernas? ¡Qué raro! Μια γάτα με τρία πόδια; Αυτό είναι αλλόκοτο (or: παράδοξο)! |
απίστευτος, απίθανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ese hombre tiene un parecido asombroso con mi padre; ¡si no supiera que mi padre lleva muerto quince años, juraría que era él! Αυτός ο άντρας έχει απίστευτη ομοιότητα με τον πατέρα μου. Εάν δεν ήξερα ότι ο μπαμπάς είναι νεκρός εδώ και δέκα πέντε χρόνια θα ορκιζόμουν ότι ήταν αυτός! |
εξωτικός(παράξενος, ασυνήθιστος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sus novelas fantásticas están plagadas de descripciones exóticas de personas y lugares. |
παράξενος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ocurrió un accidente raro entre un monociclo y un autobús. Έγινε ένα μυστήριο ατύχημα με ένα μονόκυκλο και ένα λεωφορείο. |
αντισυμβατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su argumento para casarse tan temprano es inusual. |
φανταστικός, πλασματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy cansado de las historias fantásticas de Marvin. No me creo nada de lo que dice. |
τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La marca de nacimiento que tiene Betty en su pierna es de un color raro. |
ασυνήθιστος, ασυνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκκεντρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toby está siempre haciendo cosas raras, es muy peculiar. Ο Τόμπυ πάντα κάνει περίεργα πράγματα. Είναι πολύ ιδιόρρυθμος. |
αλλόκοτος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me dio vergüenza que mi hijo fuera a la iglesia con ropa rara. |
ύποπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rachel llamó a la policía porque había un hombre actuando de manera sospechosa en la calle. Η Ρέιτσελ κάλεσε την αστυνομία, επειδή στον δρόμο ήταν ένας άντρας που συμπεριφερόταν με ύποπτο τρόπο. |
ασυνήθιστος, εκκεντρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Keith se le ocurrieron varias ideas bizarras durante la sesión de lluvia de ideas. |
περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El arte es fascinante, pero la exposición es curiosa. Τα έργα τέχνης είναι εξαιρετικά, αλλά η έκθεσή τους είναι περίεργη. |
περίεργος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hay un hombre raro con un disfraz de payaso en la calle. Υπάρχει ένας περίεργος άνδρας που φορά ένα κουστούμι κλόουν στο δρόμο. |
ύποπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El médico envió a su paciente al dermatólogo debido a un lunar sospechoso. Η γιατρός έστειλε τον ασθενή της στον δερματολόγο λόγω μιας ύποπτης ελιάς. |
περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El postre era un extraño plato que tenía pescado como ingrediente. Το επιδόρπιο ήταν ένα περίεργο πιάτο που είχε και ψάρι ανάμεσα στα συστατικά. |
ξένος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Alan se mudó al pueblo hace solo dos años y todavía lo consideran un forastero. Ο Άλαν μετακόμισε στο χωριό μόλις πριν από δυο χρόνια μόνο και ακόμη θεωρείται ένος. |
ξένος, άγνωστος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) El hombre que había en la puerta era un desconocido. Karen no lo había visto nunca. Ο άνδρας στην πόρτα ήταν ένας άγνωστος. Η Κάρεν δεν τον είχε δει ποτέ πριν. |
ξένος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θα μου λείψεις(ES) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Adiós, hijo. Te voy a echar de menos. |
μου λείπει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los perros echan de menos a su dueño, que murió hace tres días. Τα σκυλιά πενθούν για τον ιδιοκτήτη τους που πέθανε πριν από τρεις μέρες. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του extraña στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του extraña
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.