Τι σημαίνει το faire semblant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης faire semblant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του faire semblant στο Γαλλικά.

Η λέξη faire semblant στο Γαλλικά σημαίνει προσποιούμαι, παριστάνω, προσποιούμαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, αυτοσχεδιάζω, προσποιούμαι, παριστάνω, προσποιούμαι, παίζω κπ, προσποιούμαι, παριστάνω, προσποιούμαι, παριστάνω, κάνω βουτιά, ψευτοάρρωστος, κάνω ότι κάνω κτ, κάνω πως κάνω κτ, ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια, το παίζω άρρωστος, κάνω τον άρρωστο, προσποιούμαι τον άρρωστο, προσποιούμαι, άδεια από τη σημαία, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε, παριστάνω ότι κάνω κτ, προσομοιώνω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, παραμελώ, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης faire semblant

προσποιούμαι, παριστάνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσποιούμαι, υποκρίνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je faisais juste semblant. Je ne vais pas manger ta glace.
Απλά υποκρινόμουνα. Δεν θα φάω πραγματικά το παγωτό σου.

αυτοσχεδιάζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσποιούμαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
James n'est pas vraiment malade : il fait juste semblant.
Ο Τζέιμς δεν είναι πραγματικά άρρωστος. Απλά προσποιείται.

παριστάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle n'était pas vraiment blessée : elle simulait seulement.
Δεν είχε χτυπήσει στα αλήθεια, απλά το έπαιζε.

προσποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω κπ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
«Ας παίξουμε τους αστροναύτες», είπε όλο χαρά το κοριτσάκι.

προσποιούμαι, παριστάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a prétendu être malade pour ne pas aller à l'école.
Προσποιήθηκε (or: παρίστανε) τον άρρωστο γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο.

προσποιούμαι, παριστάνω

(κτ ή ότι είμαι κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison feint un malaise pour quitter la réunion.
Η Άλισον προσποιείται ότι είναι άρρωστη για να γλυτώσει τη συνάντηση.

κάνω βουτιά

(Football : fausse chute) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψευτοάρρωστος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω ότι κάνω κτ, κάνω πως κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a fait semblant de lancer la balle mais il a couru avec à la place.

ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το παίζω άρρωστος

(un peu vieilli)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω τον άρρωστο, προσποιούμαι τον άρρωστο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσποιούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle ne saura probablement pas la réponse, mais elle fera semblant de la connaître.
Πιθανόν να μην ξέρει τις απαντήσεις, αλλά θα προσποιηθεί το αντίθετο.

άδεια από τη σημαία

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσποιούμαι, υποκρίνομαι

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Raphaël a fait semblant de lui manger la glace d'Audrey.
Ο Ραφαέλ προσποιήθηκε (or: υποκρίθηκε) ότι έτρωγε το παγωτό της Ώντρεϋ.

κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παριστάνω ότι κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veronica faisait semblant de donner du gâteau à ses poupées.
Η Βερόνικα παρίστανε ότι τάιζε τούρτα στις κούκλες της.

προσομοιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le simulateur de vol de l'université simule de façon réaliste un vol en avion.
Ο προσομοιωτής πτήσης του πανεπιστημίου προσομοιώνει ρεαλιστικά πως είναι να πετάς αεροπλάνο.

υποκρίνομαι, προσποιούμαι

(imiter) (κάτι, ότι κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un bon acteur peut simuler (or: contrefaire) une boiterie.
Ο καλός ηθοποιός μπορεί να υποδυθεί τον κουτσό.

προσποιούμαι, υποκρίνομαι

locution verbale (ότι/πως δεν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a fait semblant de ne pas l'entendre quand il lui a dit qu'il l'aimait.
Καμώθηκε ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι την αγαπά.

παραμελώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne devrais plus faire semblant de ne pas voir cette pièce. Il est temps de la nettoyer.

locution verbale (feindre, simuler)

Il n'a pas mal mais fait semblant pour que l'arbitre siffle une faute.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του faire semblant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.