Τι σημαίνει το jouer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jouer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jouer στο Γαλλικά.
Η λέξη jouer στο Γαλλικά σημαίνει παίζω, τζογάρω, στοιχηματίζω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω τυχερά παιχνίδια, παίζω, παίζω, παίζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, στοιχηματίζω, παίζω, παρουσιάζω, παίζω, παίζω σιγανά, φλερτάρω, παίζω, ενσαρκώνω, παίζω, δίνω παράσταση, εκτελώ, προβάλλω, παίζω, ρίχνω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω στοίχημα, στοιχηματίζω σε κτ, παίζω, παριστάνω ότι κάνω κτ, προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ, ποντάρω κτ σε κτ, παίζω, -, ρισκάρω, παίζω μαζί με κάποιον, παίζω, κοντά στην προθεσμία, παίζω κπ, καθυστερώ, χρονοτριβώ, παίζω άτονα, υποδύομαι άτονα, συμφωνώ, δέχομαι, μεσολαβώ, πενήντα-πενήντα, αυτοσχεδιάζω, ειλικρινής, μάγκας, μην ταράζεις τα νερά, παιχνίδι, sold out εκδήλωση, καυχησιάρης, κομπαστής, κρυφτό, κινητήρια δύναμη, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο, καθοριστικός παράγοντας, αποφασιστικός παράγοντας, κλέφτες κι αστυνόμοι, πλήκτρα, υψηλό ρίσκο, παιχνίδια του μυαλού, περνάω σπρώχνοντας από κτ, κερδίζω χρόνο, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, φέρω μέρος της ευθύνης για κτ, τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, παίζω, κάνω ότι δεν ξέρω, κάνω τον ανίδεο, κάνω το χαζό, έρχομαι δεύτερος, παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νερά, παίζω το ρόλο του, παίζω με τη φωτιά, συνεισφέρω, παίζω ρόλο, συμμετέχω, παίζω μια μελωδία, παριστάνω τον Θεό, παίζω τζαζ, παίζω μουσική, παίζω ρώσικη ρουλέτα, παίζω ντραμς, παίζω το ρόλο, παίζω βιολί, βλέπω τα αξιοθέατα, φέρομαι αυταρχικά, φλερτάρω με την καταστροφή, παίζω κυνηγητό, σκαρώνω φάρσα, κάνω φάρσα, δίνω παράσταση, αδιαφορώ για κπ/κτ, ανοίγω τα χαρτιά μου, παίζω πιάνο, αντιτίθεμαι σε κτ, παίρνω μεγάλο ρίσκο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jouer
παίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les enfants jouent. Τα παιδιά παίζουν. |
τζογάρω, στοιχηματίζωverbe intransitif (Jeux d'argent) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le réalisateur a refait jouer la scène aux acteurs avec une intensité légèrement différente. |
παίζωverbe transitif (Musique : un morceau) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joue-nous une autre sonate de Beethoven. Παίξε άλλη μια σονάτα του Μπετόβεν. |
παίζω(Théâtre, Cinéma : un rôle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qui veut jouer Lady MacBeth ? Ποιος θέλει να ερμηνεύσει το ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ; |
παίζωverbe intransitif (prendre part à un jeu) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous aussi on veut jouer. Θέλουμε και εμείς να παίξουμε. |
παίζω τυχερά παιχνίδιαverbe intransitif (jeu d'argent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les mineurs n'ont pas le droit de jouer. |
παίζωverbe intransitif (instrument de musique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il adore le violon. Il en joue toute la journée. |
παίζω(une pièce, un film) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils jouent « En attendant Godot » toute la semaine. |
παίζωverbe transitif (Théâtre, Cinéma) (θέατρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La troupe va jouer quelques scènes de Shakespeare. Ο θίασος θα παίξει μερικές σκηνές του Σαίξπηρ. |
στοιχηματίζω, ποντάρωverbe transitif (de l'argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στοιχηματίζωverbe intransitif (Jeu, Courses hippiques) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il aime parier (or: jouer) aux courses hippiques. |
παίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρουσιάζωverbe transitif (un spectacle, musique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont joué un sketch pour amuser le public. Παρουσίασαν ένα σκετς για να διασκεδάσουν τον κόσμο. |
παίζωverbe transitif (ρόλος, θέατρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edward et Diana ont joué la première scène de la pièce. // Durant la formation, on a demandé aux employés de travailler en binôme et de jouer des scénarios courants de la vie en entreprise. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Έντουαρντ και η Ντιάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου. |
παίζω σιγανάverbe transitif (d'un instrument) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φλερτάρωverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω, ενσαρκώνωverbe transitif (ρόλος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La troupe de théâtre jouait une pièce de Shakespeare. Η θεατρική ομάδα ανέβασε ένα από τα έργα του Σαίξπηρ. |
παίζω(κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les enfants ont passé l'après-midi à jouer. Τα παιδιά πέρασαν το απόγευμά τους παίζοντας. |
δίνω παράσταση(acteur, musicien, ...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le comédien joue trois soirs par semaine. Ο κωμικός δίνει παράσταση τρεις βραδιές την εβδομάδα. |
εκτελώverbe transitif (Musique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour jouer ce passage tel qu'il est écrit, tu dois jouer la trille très rapidement. Για να παίξεις εκείνο το κομμάτι όπως είναι γραμμένο, πρέπει να παίξεις με τα δάκτυλα την τρίλια πολύ γρήγορα. |
προβάλλω(Théâtre, Cinéma) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils jouent "Salomé" au théâtre en ce moment. Το τοπικό σινεμά παίζει τη «Σαλώμη». |
παίζωverbe intransitif (Jeu) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est à ton tour de jouer. Είναι σειρά σου να παίξεις. |
ρίχνωverbe transitif (Billard) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est à ton tour de jouer. Essaie de rentrer la boule 7. |
παίζωverbe intransitif (Théâtre) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom a commencé à jouer dans des pièces de théâtre à l'âge de douze ans. |
παίζωverbe intransitif (Musique) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le groupe de mon frère joue à Londres ce soir. |
παίζωverbe transitif (Théâtre : une pièce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous jouons Hamlet prochainement. |
παίζωverbe transitif (Théâtre : un rôle) (μτφ: ρόλος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a été le premier Américain à jouer Hamlet sur scène. |
παίζωverbe transitif (avec un instrument à vent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le flûtiste joua une douce mélodie. |
παίζω στοίχημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Parier, c'est gaspiller son argent. Είναι σπατάλη χρημάτων να παίζει κανείς στοίχημα. |
στοιχηματίζω σε κτ
|
παίζω(un instrument) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il joue du piano et de la guitare. Παίζει πιάνο και κιθάρα. |
παριστάνω ότι κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Veronica faisait semblant de donner du gâteau à ses poupées. Η Βερόνικα παρίστανε ότι τάιζε τούρτα στις κούκλες της. |
προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ(enfants) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle jouait à la princesse. |
ποντάρω κτ σε κτ
|
παίζω(un sport, un jeu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qui veut jouer au tennis ? Jouons à cache-cache ! Ποιος θέλει να παίξει τένις; |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les filles essayaient les vieux vêtements de leur mère pour jouer. |
ρισκάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hughes a accusé le gouvernement de permettre aux banquiers de jouer avec l'avenir des gens. Ο Χιου κατηγόρησε την κυβέρνηση πως άφησε τους τραπεζίτες να παίξουν με το μέλλον του κόσμου. |
παίζω μαζί με κάποιον(Sports,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Personne ne veut jouer contre lui car il ne perd jamais. Κανείς δεν θέλει να τον παίξει γιατί δεν χάνει ποτέ. |
παίζω(faire semblant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Et si on jouait à la dînette ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ας παίξουμε τις πριγκίπισσες! |
κοντά στην προθεσμία(match, résultat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω κπ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) «Ας παίξουμε τους αστροναύτες», είπε όλο χαρά το κοριτσάκι. |
καθυστερώ, χρονοτριβώ(soutenu) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω άτονα, υποδύομαι άτοναverbe intransitif (για ρόλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώ, δέχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeff voulait que Rita l'aide à faire une blague à Martin, mais celle-ci a refusé de le suivre (or: de jouer le jeu). Ο Τζεφ ήθελε να τον βοηθήσει η Ρίτα για να κάνει πλάκα στον Μάρτιν, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε. |
μεσολαβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πενήντα-πενήντα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le résultat de l'élection est incertain. |
αυτοσχεδιάζω(sur un piano) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αυτοσχεδίαζα με την κιθάρα και μου ήρθε ένα τραγούδι. |
ειλικρινής(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu es réglo avec moi ? J'espère bien. Μου λες την αλήθεια; Το ελπίζω πραγματικά. |
μάγκας(fam) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μην ταράζεις τα νεράinterjection (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tout est déjà planifié, alors ne viens pas jouer les trouble-fête. Τα πράγματα έχουν κανονιστεί επομένως μην ταράζεις τα νερά. |
παιχνίδι(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Arrête de jouer avec ce truc et mets-toi au travail. |
sold out εκδήλωσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καυχησιάρης, κομπαστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κρυφτόlocution verbale (jeu pour bébé) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κινητήρια δύναμηlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτοnom féminin (Jeux) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο μάγος της ζήτησε να διαλέξει οποιοδήποτε τραπουλόχαρτο. |
καθοριστικός παράγοντας, αποφασιστικός παράγονταςlocution verbale Le beau jardin a joué un rôle décisif dans l'achat de la maison. |
κλέφτες κι αστυνόμοιlocution verbale (jeu enfantin) (παιχνίδι) |
πλήκτρα(πιάνου) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le pianiste n'épargnait vraiment pas les touches pendant le crescendo. |
υψηλό ρίσκο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παιχνίδια του μυαλού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περνάω σπρώχνοντας από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κερδίζω χρόνο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La principale utilisation du médicament est de gagner du temps en ralentissant la propagation de la maladie. |
κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φέρω μέρος της ευθύνης για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lewis a nié avoir joué un rôle dans la tentative de meurtre. |
τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le PDG a été direct : « L'entreprise doit changer ou en subira les graves conséquences. » |
παίζωlocution verbale (σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'aimerais bien avoir un rôle dans la comédie musicale du lycée, alors je vais passer l'audition. |
κάνω ότι δεν ξέρω, κάνω τον ανίδεο, κάνω το χαζόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Phil a fait l'innocent quand son père lui a demandé qui avait cassé la fenêtre. |
έρχομαι δεύτεροςlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a toujours joué les secondes couteaux pour sa grande sœur talentueuse. |
παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νεράlocution verbale (μεταφορικά: κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Son succès n'est pas étonnant, il sait vraiment jouer le jeu. |
παίζω το ρόλο τουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Humphrey Bogart et Ingrid Bergman étaient dans "Casablanca" et Dooley Wilson jouait le rôle de Sam. |
παίζω με τη φωτιάlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu ne devrais pas jouer avec le feu comme tu le fais, tu vas te retrouver prise à ton propre piège. |
συνεισφέρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω ρόλο, συμμετέχωlocution verbale (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Plusieurs fidèles de Nixon ont joué un rôle dans le scandale du Watergate. Αρκετοί υποστηρικτές του Νίξον έπαιξαν ρόλο στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ. |
παίζω μια μελωδία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suzan m'a appris à jouer un air au piano. Η Σούζαν με δίδαξε να παίζω μια μελωδία στο πιάνο. |
παριστάνω τον Θεό(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ivan est contre l'euthanasie parce qu'il pense que personne n'a le droit de se prendre pour Dieu. |
παίζω τζαζ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω μουσικήlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω ρώσικη ρουλέταlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Conduire en état d'ébriété, c'est jouer à la roulette russe avec la vie des autres. |
παίζω ντραμςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses parents ont fait une drôle de tête quand il leur a dit qu'il voulait apprendre à jouer de la batterie. |
παίζω το ρόλοlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il espère que le réalisateur lui proposera de jouer le rôle principal. |
παίζω βιολίlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il joue du violon dans l'orchestre. Παίζει βιολί στην ορχήστρα. |
βλέπω τα αξιοθέαταlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρομαι αυταρχικά
|
φλερτάρω με την καταστροφήlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avoir une aventure avec la meilleure amie de sa femme, c'est jouer avec le feu. |
παίζω κυνηγητόlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκαρώνω φάρσα, κάνω φάρσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les élèves adorent faire des farces aux remplaçants. |
δίνω παράσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les enfants aiment bien jouer des spectacles devant leurs amis. |
αδιαφορώ για κπ/κτ(figuré, familier) Ce garçon en fait voir des vertes et des pas mûres à ses parents. |
ανοίγω τα χαρτιά μουlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω πιάνοlocution verbale |
αντιτίθεμαι σε κτ
|
παίρνω μεγάλο ρίσκο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jouer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του jouer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.