Τι σημαίνει το feel sick στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης feel sick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feel sick στο Αγγλικά.

Η λέξη feel sick στο Αγγλικά σημαίνει ανακατεύομαι, άρρωστος, έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό, κάνω εμετό, μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι, βαρέθηκα, κουράστηκα, διαστροφή, με τρώει, εμετός, τέλειος, υπέροχος, μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα, προκαλώ αηδία, προκαλώ αποστροφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης feel sick

ανακατεύομαι

(feel nauseous)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was starting to feel sick so I drank a lot of orange juice for vitamin C.

άρρωστος

adjective (mainly US (ill)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't come in to the office today; I'm sick. Maria took the sick puppy to the vet.
Δεν μπορώ να έρθω στο γραφείο σήμερα. Είμαι άρρωστη. Η Μαρία πήγε το άρρωστο κουτάβι στον γιατρό.

έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό

(mainly UK (be nauseous)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I felt sick after eating a whole bag of sweets.
Ένιωσα ναυτία, αφού έφαγα μια ολόκληρη σακούλα γλυκά.

κάνω εμετό

(mainly UK (vomit)

Jane is being sick again. She should not have eaten all those cakes.
Η Τζέιν έκανε πάλι εμετό. Δεν έπρεπε να φάει όλα εκείνα τα κέικ.

μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι

verbal expression (informal (be weary or bored of [sth/sb]) (με κάτι, από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After all this snow, I am really sick of winter!
Μετά από όλο αυτό το χιόνι μπούχτισα από τον χειμώνα!

βαρέθηκα, κουράστηκα

verbal expression (informal (be weary of doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sick of looking for shoes for you; please pick something out.
Βαρέθηκα να ψάχνουμε να σου βρούμε παπούτσια. Διάλεξε κάτι σε παρακαλώ.

διαστροφή

adjective (informal (perverted, disgusting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eating worms! That's sick!
Να τρως σκουλήκια; Αυτό είναι διαστροφή!

με τρώει

verbal expression (feel extreme: worry, anxiety, fear) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boy's mother was sick with worry when he didn't come home.
Το αγόρι δεν γύρισε σπίτι και η μητέρα του είχε φρικάρει από την αγωνία.

εμετός

noun (UK, informal (vomit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I stepped in a puddle of sick.
Πάτησα σε μια λιμνούλα από εμετό.

τέλειος, υπέροχος

adjective (slang (amazing, cool)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You're getting a brand new car for your birthday? Dude, that's sick!
Θα σου κάνουν δώρο ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο για τα γενέθλιά σου; Φίλε, αυτό είναι τέλειο (or: φοβερό)!

μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα

verbal expression (nauseate [sb]) (κάτι εμένα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I couldn't stay with him at the hospital because the sight of blood makes me feel sick.

προκαλώ αηδία, προκαλώ αποστροφή

verbal expression (disgust or offend [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hearing about the mass murder made me feel sick.
Όταν άκουσα για τη μαζική δολοφονία αηδίασα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feel sick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.