Τι σημαίνει το feel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης feel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feel στο Αγγλικά.

Η λέξη feel στο Αγγλικά σημαίνει αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αίσθηση, αίσθηση, αφή, άγγιγμα, ψηλαφίζω, ψηλαφώ, έχω συναισθήματα, συμπάσχω, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, συμπάσχω, είμαι ερωτευμένος, βολιδοσκοπώ, θωπεύω, είμαι ενοχλημένος, νιώθω ενοχλημένος, αισθάνομαι αγχωμένος, ντρέπομαι, νιώθω αναγκασμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ, έχω αυτοπεποίθηση, χουφτώνω, νιώθω στοργή για κπ, νοιάζομαι για κπ, έχω ανάμεικτα συναισθήματα για κτ, έχω αντικρουόμενα συναισθήματα για κτ, είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, νιώθω άσχημα που, νιώθω άσχημα για κτ, συμπάσχω, δεν αισθάνομαι καλά, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, ζαλίζομαι, ζαλίζομαι, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, ζαλίζομαι, δεν ενθουσιάζομαι, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, παρακαλώ, είμαι καλά, νιώθω καλά, έχω ήσυχη τη συνείδηση μου, ευχάριστος, έχω θετικό προαίσθημα για κτ, έχω καλό προαίσθημα για κτ, είμαι ευχαριστημένος με κτ, νιώθω ενοχές, αισθάνομαι ενοχές για κτ, αισθάνομαι μετανοιωμένος, αισθάνομαι παγιδευμένος, δεν αισθάνομαι καλά, έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ, έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ, αισθάνομαι, νιώθω, θυμίζω, φαίνεται ότι, αισθάνομαι ωραία, αισθάνομαι πόνο, αισθάνομαι καλά, είμαι καλά, είναι σωστό, έχω ναυτία, αισθάνομαι ασφαλής, έχω αυτοπεποίθηση, ανακατεύομαι, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, λυπάμαι, συμπονώ, έχω οικονομικές δυσκολίες, αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη, είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ, βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας, προχωρώ προσεκτικά, έχω κλίση σε κτ, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος, μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα, προκαλώ αηδία, προκαλώ αποστροφή, κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος, δεν έχω όρεξη να κάνω κτ, αισθάνομαι υποχρεωμένος, νιώθω υποχρεωμένος, αισθάνομαι υποχρεωμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ, αισθάνομαι υποχρεωμένος σε κπ, νιώθω υποχρεωμένος σε κπ, είμαι στον έβδομο ουρανό, πετάω στα σύννεφα, έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης feel

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (sense by touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He felt her hand on his shoulder.
Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.

ψηλαφώ, ψηλαφίζω

transitive verb (examine by touch) (εξερευνώ με την αφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She felt the cloth to see how good it was.
Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.

νιώθω

transitive verb (sense, detect: not by touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I felt hostility in his voice.
Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (be conscious of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He could feel her gaze on him.
Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.

αισθάνομαι

transitive verb (with clause: think) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He felt that her actions were unfair.
Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες.

αισθάνομαι, νιώθω

intransitive verb (+ adj: experience condition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm over the worst of my flu but I still feel a bit weak.
Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος.

αισθάνομαι, νιώθω

intransitive verb (+ adj: experience emotion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I felt really embarrassed.
Αισθάνθηκα πραγματικά ντροπιασμένος.

αισθάνομαι, νιώθω

intransitive verb (+ noun: perceive self as)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I felt a fool when she pointed out my mistake.
Ένιωσα (or: Αισθάνθηκα) χαζός, όταν επεσήμανε το λάθος μου.

αισθάνομαι, νιώθω

intransitive verb (+ adj: have detectable quality) (ότι κάτι έχει ιδιότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The floor felt wet.
Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.

αίσθηση

noun (quality perceived by touch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like the feel of silk on my skin.
Μου αρέσει η αίσθηση του μεταξιού στο δέρμα μου.

αίσθηση

noun (impression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a café but it has the feel of a pub.
Καφετέρια είναι, αλλά δίνει την αίσθηση μιας παμπ.

αφή

noun (sense of touch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Without electricity, he had to move by feel.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν σκοτεινά και έπρεπε να βασιστούμε στην αφή για να βρούμε την έξοδο.

άγγιγμα

noun (touching with a hand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A quick feel of the fabric was enough to tell Ellen that it wasn't what she wanted.

ψηλαφίζω, ψηλαφώ

intransitive verb (search by touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She felt below the chair but could not find her pen.

έχω συναισθήματα

intransitive verb (have emotions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He is a man who feels strongly.

συμπάσχω

intransitive verb (have compassion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I see suffering, I really feel.

νιώθω, αισθάνομαι

transitive verb (be affected by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He felt the full force of the crash.

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (detect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He felt her anger at the other end of the phone.

συμπάσχω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (have sympathy) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I really feel for him since he lost his job.

είμαι ερωτευμένος

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (be in love) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βολιδοσκοπώ

phrasal verb, transitive, separable (ascertain nature of situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The President travelled to the provinces to feel out the mood of the people.
Ο Πρόεδρος ταξίδεψε στην επαρχία για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του λαού.

θωπεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (fondle sexually)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She accused the man of trying to feel her up.
Κατηγόρησε τον άντρα ότι προσπάθησε να τη χαϊδέψει (or: χουφτώσει).

είμαι ενοχλημένος, νιώθω ενοχλημένος

(be irritated)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Sitting in the traffic jam in the hot sun, Vera felt annoyed.
Η Βέρα ένιωθε εκνευρισμένη καθώς ήταν κολλημένη στην κίνηση κάτω από τον καυτό ήλιο.

αισθάνομαι αγχωμένος

(worry, be nervous)

The concert pianist felt anxious before her first concert at Carnegie Hall.
Η πιανίστρια ένιωθε αγχωμένη πριν από το πρώτο της κονσέρτο στο Κάρνετζι Χολ.

ντρέπομαι

verbal expression (feel shame)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You should be ashamed of yourself for failing that test!

νιώθω αναγκασμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ

verbal expression (feel obliged)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω αυτοπεποίθηση

(have self-confidence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sue felt confident when she walked into the interview.

χουφτώνω

verbal expression (slang (touch [sb] sexually) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νιώθω στοργή για κπ, νοιάζομαι για κπ

verbal expression (be fond of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω ανάμεικτα συναισθήματα για κτ, έχω αντικρουόμενα συναισθήματα για κτ

verbal expression (have conflicting feelings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I feel ambivalent about leaving the company; I've worked there since I left school, but the job doesn't satisfy me anymore.

είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου

verbal expression (informal, figurative (be comfortable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This is such a welcoming village - I feel right at home here.
Αυτό το χωριό είναι τόσο φιλόξενο, που αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου.

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

(feel guilty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The father felt bad when a business meeting kept him from seeing his daughter's dance recital.

νιώθω άσχημα που

(feel guilty) (έκανα κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νιώθω άσχημα για κτ

(feel guilty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμπάσχω

(feel compassion, pity) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I feel bad for my neighbours as they had lots of problems recently.

δεν αισθάνομαι καλά

(feel unwell)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've been feeling bad since I ate those oysters.

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

(be healthier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm feeling much better now that I've lost weight.
Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έχασα βάρος.

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

(be reassured)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I feel better knowing he is home safe and sound.
Αισθάνομαι καλύτερα, αν ξέρω ότι είναι σπίτι σώος και αβλαβής.

έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη

(informal, figurative (be sad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He has been feeling blue ever since Mary dumped him.

ζαλίζομαι

(experience vertigo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ζαλίζομαι

intransitive verb (be exhilarated, excited) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη

(informal (be sad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Given what you experienced, it's only natural that you're feeling down. I feel down about not getting that job; I thought I really nailed the interview.

ζαλίζομαι

(be lightheaded)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul felt faint because he was dehydrated.

δεν ενθουσιάζομαι

(be unenthused)

ψηλαφώ, ψηλαφίζω

(search by touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρακαλώ

interjection (informal (please do, go ahead)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Please feel free to call if you need any help. If you ever want to borrow a book, feel free.
Παρακαλώ καλέστε, αν χρειάζεστε βοήθεια. Αν θέλεις να δανειστείς κάποιο βιβλίο, παρακαλώ μη διστάζεις.

είμαι καλά, νιώθω καλά

(be happy, optimistic)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I feel good now that my exams are over. Springtime always makes me feel good.

έχω ήσυχη τη συνείδηση μου

(not feel guilty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχάριστος

adjective (informal (that causes happiness)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έχω θετικό προαίσθημα για κτ, έχω καλό προαίσθημα για κτ

verbal expression (be optimistic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ευχαριστημένος με κτ

verbal expression (find [sth] morally acceptable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νιώθω ενοχές

(feel responsible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I feel guilty when I think of all the things my parents sacrificed for me.

αισθάνομαι ενοχές για κτ

verbal expression (feel regretful about [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I feel guilty about my bad behaviour.

αισθάνομαι μετανοιωμένος

(feel regretful) (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I felt guilty for cheating on the test.

αισθάνομαι παγιδευμένος

(informal (feel restrained)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν αισθάνομαι καλά

(feel unwell)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That sushi must have been bad because now we all feel ill.

έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ

verbal expression (want to have)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I feel like a cup of tea.
Έχω διάθεση για ένα φλιτζάνι τσάι.

έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ

verbal expression (want to do)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I feel like going out for dinner tonight.
Θέλω να βγω έξω για δείπνο απόψε.

αισθάνομαι, νιώθω

verbal expression (informal (have sensation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I feel like there are little ants running around on my skin.
Έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν μικρά μυρμήγκια που τρέχουν πέρα δώθε στο δέρμα μου.

θυμίζω

verbal expression (give sensation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's really starting to feel like spring!
Άρχισε πραγματικά να θυμίζει άνοιξη!

φαίνεται ότι

verbal expression (seem likely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It feels like it's going to rain.
Δείχνει να το πάει για βροχή.

αισθάνομαι ωραία

verbal expression (US, figurative, slang (feel good)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι πόνο

(suffer intense discomfort)

Scientists do not agree on whether insects feel pain.

αισθάνομαι καλά, είμαι καλά

(informal (person: be well)

I don't feel right.

είναι σωστό

(often negative (situation: seem acceptable)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Borrowing his car without asking doesn't feel right.

έχω ναυτία

(on boat: suffer motion sickness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I prefer to travel by plane as I usually feel seasick on the ferry.

αισθάνομαι ασφαλής

(have impression of being safe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω αυτοπεποίθηση

(have good self-image)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύομαι

(feel nauseous)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was starting to feel sick so I drank a lot of orange juice for vitamin C.

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

(regret [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I feel sorry that I am unable to help her further.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τη βοηθήσω περισσότερο.

λυπάμαι, συμπονώ

verbal expression (feel pity, sympathy for [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I feel sorry for the people who tried so hard but still didn't win.
Λυπάμαι τους ανθρώπους που προσπάθησαν πολύ, αλλ' όμως δεν κέρδισαν.

έχω οικονομικές δυσκολίες

verbal expression (be in financial difficulties)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη

verbal expression (figurative (be burdened by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When he saw the negative test result he felt the weight of the world lift off of his shoulders.

είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ

verbal expression (have health, energy for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm so tired that I don't even feel up to going to the party.
Είμαι τόσο κουρασμένη που δεν είμαι καν σε κατάσταση να πάω στο πάρτι.

βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας

verbal expression (find way by touch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was pitch black in the tunnel, so we had to feel our way.

προχωρώ προσεκτικά

intransitive verb (proceed tentatively)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω κλίση σε κτ

verbal expression (understand instinctively)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She has a feel for golf.

κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του

verbal expression (be welcoming)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος

verbal expression (cause [sb] to feel blame)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My friend made me feel guilty because I took so long to get ready that we missed the bus.

μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα

verbal expression (nauseate [sb]) (κάτι εμένα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I couldn't stay with him at the hospital because the sight of blood makes me feel sick.

προκαλώ αηδία, προκαλώ αποστροφή

verbal expression (disgust or offend [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hearing about the mass murder made me feel sick.
Όταν άκουσα για τη μαζική δολοφονία αηδίασα.

κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος

verbal expression (greet or receive you warmly) (ως ξένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A hot meal makes me feel welcome when I come back from work.

δεν έχω όρεξη να κάνω κτ

verbal expression (not want to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't feel like going out tonight.
Δεν έχω όρεξη να βγω έξω απόψε.

αισθάνομαι υποχρεωμένος, νιώθω υποχρεωμένος

(feel morally or legally bound)

αισθάνομαι υποχρεωμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ

verbal expression (feel morally or legally bound to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αισθάνομαι υποχρεωμένος σε κπ, νιώθω υποχρεωμένος σε κπ

verbal expression (feel morally or legally bound to [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι στον έβδομο ουρανό, πετάω στα σύννεφα

expression (figurative (be very happy) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The day his daughter was born, the new father felt on top of the world.

έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό

(mainly UK (be nauseous)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I felt sick after eating a whole bag of sweets.
Ένιωσα ναυτία, αφού έφαγα μια ολόκληρη σακούλα γλυκά.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του feel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.