Τι σημαίνει το feeling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης feeling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feeling στο Αγγλικά.

Η λέξη feeling στο Αγγλικά σημαίνει αισθήματα, αίσθηση αφής, αίσθηση, συναίσθημα, αίσθημα, συναίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, εντύπωση, προαίσθημα, αίσθημα, συναισθηματικός, ευαίσθητος, αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αίσθηση, αίσθηση, αφή, άγγιγμα, ψηλαφίζω, ψηλαφώ, έχω συναισθήματα, συμπάσχω, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, κακό προαίσθημα για κτ/κπ, καλό προαίσθημα, καλή εντύπωση, ένστικτο, προαίσθημα, κακία, πικρία, έχω την αίσθηση, απάθεια, ασυγκινησία, άσχημο προαίσθημα, αόριστο αίσθημα, αόριστη υποψία, με ευαισθησία, έντονα, ενθουσιωδώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης feeling

αισθήματα

plural noun (emotional sensitivity) (ψυχική ευαισθησία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Be careful what you say to her. Don't hurt her feelings.
Πρόσεχε τι της λες. Μην πληγώσεις τα αισθήματά της.

αίσθηση αφής

noun (sense of touch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the accident he had no feeling in his left arm.
Μετά το ατύχημα έχασε την αίσθηση αφής στο αριστερό του χέρι.

αίσθηση

noun (physical sensation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've got a tingly feeling in my legs.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από το πρωί που ξύπνησα έχω μια περίεργη αίσθηση στον λαιμό μου.

συναίσθημα, αίσθημα

noun (emotion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At the sight of the clown, he experienced a feeling of terror.
Βλέποντας τον κλόουν βίωσε το αίσθημα του φόβου.

συναίσθημα, αίσθημα

noun (emotional engagement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His writing is filled with deep feeling for his characters.
Ο τρόπος γραφής του είναι γεμάτος με συναίσθημα για τους ήρωές του.

αίσθηση, εντύπωση

noun (impression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have the feeling that he isn't very interested in the job.
Έχω την αίσθηση (or: εντύπωση) ότι δεν τον ενδιαφέρει πολύ αυτή η δουλειά.

προαίσθημα, αίσθημα

noun (intuition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She had a strange feeling that something wasn't right.
Είχε ένα παράξενο προαίσθημα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

συναισθηματικός, ευαίσθητος

adjective (caring, emotional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is such a feeling person. She always knows the right thing to say.

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (sense by touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He felt her hand on his shoulder.
Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.

ψηλαφώ, ψηλαφίζω

transitive verb (examine by touch) (εξερευνώ με την αφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She felt the cloth to see how good it was.
Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.

νιώθω

transitive verb (sense, detect: not by touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I felt hostility in his voice.
Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (be conscious of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He could feel her gaze on him.
Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.

αισθάνομαι

transitive verb (with clause: think) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He felt that her actions were unfair.
Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες.

αισθάνομαι, νιώθω

intransitive verb (+ adj: experience condition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm over the worst of my flu but I still feel a bit weak.
Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος.

αισθάνομαι, νιώθω

intransitive verb (+ adj: experience emotion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I felt really embarrassed.
Αισθάνθηκα πραγματικά ντροπιασμένος.

αισθάνομαι, νιώθω

intransitive verb (+ noun: perceive self as)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I felt a fool when she pointed out my mistake.
Ένιωσα (or: Αισθάνθηκα) χαζός, όταν επεσήμανε το λάθος μου.

αισθάνομαι, νιώθω

intransitive verb (+ adj: have detectable quality) (ότι κάτι έχει ιδιότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The floor felt wet.
Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.

αίσθηση

noun (quality perceived by touch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like the feel of silk on my skin.
Μου αρέσει η αίσθηση του μεταξιού στο δέρμα μου.

αίσθηση

noun (impression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a café but it has the feel of a pub.
Καφετέρια είναι, αλλά δίνει την αίσθηση μιας παμπ.

αφή

noun (sense of touch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Without electricity, he had to move by feel.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν σκοτεινά και έπρεπε να βασιστούμε στην αφή για να βρούμε την έξοδο.

άγγιγμα

noun (touching with a hand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A quick feel of the fabric was enough to tell Ellen that it wasn't what she wanted.

ψηλαφίζω, ψηλαφώ

intransitive verb (search by touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She felt below the chair but could not find her pen.

έχω συναισθήματα

intransitive verb (have emotions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He is a man who feels strongly.

συμπάσχω

intransitive verb (have compassion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I see suffering, I really feel.

νιώθω, αισθάνομαι

transitive verb (be affected by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He felt the full force of the crash.

αισθάνομαι, νιώθω

transitive verb (detect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He felt her anger at the other end of the phone.

κακό προαίσθημα για κτ/κπ

noun (misgivings)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have a bad feeling about this place; I think we should leave.

καλό προαίσθημα

noun (premonition that [sth] good will happen)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a good feeling about this interview.

καλή εντύπωση

noun (positive evaluation of [sb]) (για κπ)

I've got a good feeling about you. I think you'll go far in this company.

ένστικτο

noun (figurative, informal, uncountable (instinct)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When it comes to choosing a house, gut feeling can be your best guide.

προαίσθημα

noun (figurative, informal, countable (instinctive impression)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a gut feeling that something is wrong between Mitch and me.

κακία, πικρία

plural noun (informal, often neg (resentment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When they broke up there were no hard feelings.
Όταν χώρισαν δεν κράτησαν κακία ο ένας στον άλλο.

έχω την αίσθηση

verbal expression (suspect) (ότι/πως)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a feeling that it will rain this afternoon.

απάθεια

noun (apathy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασυγκινησία

noun (lack of sympathy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He ended their relationship by text message which shows a complete lack of feeling.

άσχημο προαίσθημα

noun (dread)

I had the sinking feeling that something had gone wrong at work. I just got this sinking feeling in my stomach as I dialed my grandpa’s number.

αόριστο αίσθημα

noun (indistinct sensation or emotion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jeremy had a vague feeling of dread as he walked into his boss's office for the meeting.

αόριστη υποψία

noun (inkling, suspicion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a vague feeling that we might be wasting our money.

με ευαισθησία

adverb (sensitively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έντονα, ενθουσιωδώς

adverb (expressively, with enthusiasm)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Play it again, but this time with feeling.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feeling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του feeling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.