Τι σημαίνει το ferir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ferir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ferir στο πορτογαλικά.

Η λέξη ferir στο πορτογαλικά σημαίνει πληγώνω, τραυματίζω, τραυματίζω, πληγώνω, μελανιάζω, τραυματίζω, καρφώνω με τα κέρατα, πληγώνω, πλήττω, πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω, τραυματίζομαι σε κτ, πονάω, μελανιάζω, πληγώνω, πετυχαίνω διάνα, τραυματίζομαι, χτυπάω, χτυπάω, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, τραυματίζομαι στο ισχίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ferir

πληγώνω

(machucar sentimentos de alguém) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A rejeição de Pam feriu o orgulho de Jim.
Η απόρριψη του Τζιμ από την Παμ πλήγωσε τον εγωισμό του.

τραυματίζω

verbo transitivo (passivo: machucar fisicamente alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A queda feriu a senhora idosa terrivelmente.
Η πτώση τραυμάτισε σοβαρά την ηλικιωμένη κυρία.

τραυματίζω, πληγώνω

(machucar: parte do corpo, BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike machucou a perna quando caiu da escada.
Ο Μάικ τραυμάτισε το πόδι του όταν έπεσε από τις σκάλες.

μελανιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu feri meu joelho quando bati no hidrante.
Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα.

τραυματίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A explosão da bomba feriu muitas pessoas.
Η έκρηξη της βόμβας τραυμάτισε πολλούς ανθρώπους.

καρφώνω με τα κέρατα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O touro feriu o toureiro.

πληγώνω, πλήττω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A rejeição de Gareth feriu os brios de Julie.
Η απόρριψη του Γκάρεθ έπληξε την περηφάνια της Τζούλυ.

πληγώνω

verbo transitivo (figurado, sentimentos) (μτφ: αισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily feriu o orgulho de Jéssica quando ganhou o jogo de xadrez.

τραυματίζω

verbo transitivo (na asa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λαβώνω

verbo transitivo (raro: fazer ferida) (λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραυματίζομαι σε κτ

(BRA)

Ele machucou a perna e teve que sair do jogo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Λαβώθηκε βαριά στο χέρι, αλλά συνέχισε τον αγώνα.

πονάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larga meu braço, você está me machucando!
Άφησε το χέρι μου, με πονάς!

μελανιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ai! Bati com o joelho. Ele vai ficar machucado.
Ωχ! Χτύπησα το γόνατό μου. Πραγματικά θα μελανιάσει.

πληγώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As palavras rudes de Mark machucaram Paul.
Τα σκληρά λόγια του Μαρκ πλήγωσαν τον Πωλ.

πετυχαίνω διάνα

(informal, figurado: afetar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραυματίζομαι, χτυπάω

(ser ferido)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω

(acidental)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου

(intencional)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραυματίζομαι στο ισχίο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ferir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.