Τι σημαίνει το fiddle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fiddle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fiddle στο Αγγλικά.

Η λέξη fiddle στο Αγγλικά σημαίνει βιολί, κομπίνα, παίζω βιολί, παραποιώ, παίζω με κτ, παίζω, σκαλίζω, παίζω, χαζεύω, χαζολογώ, χαζολογάω, χαζολογώ, παίζω, πειράζω, υγιέστατος, έρχομαι δεύτερος, δεύτερη μοίρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fiddle

βιολί

noun (violin used in folk music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Zoe played the fiddle at the festival.
Η Ζωή έπαιξε βιολί στο φεστιβάλ.

κομπίνα

noun (UK, informal (fraud)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boss fired three of his employees when he discovered they were involved in a fiddle.
Ο προϊστάμενος απέλυσε τρεις από τους υπαλλήλους του όταν ανακάλυψε πως ήταν μπλεγμένοι σε μια απάτη.

παίζω βιολί

intransitive verb (folk music: play a violin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dan liked to sit under a tree and fiddle instead of working.
Στον Νταν άρεσε να κάθεται κάτω από ένα δέντρο και να παίζει βιολί αντί να δουλεύει.

παραποιώ

transitive verb (UK, informal (cheat, falsify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As more details of the expenses scandal emerged, the public began to think all politicians were fiddling the system.
Καθώς αποκαλύπτονταν περισσότερες λεπτομέρειες για το σκάνδαλο με τα έξοδα, το κοινό άρχισε να σκέφτεται πως όλοι οι πολιτικοί πείραζαν το σύστημα.

παίζω με κτ

(play absent-mindedly with) (μτφ: αδιάφορα, αφηρημένα)

Please stop fiddling with your hair!
Σε παρακαλώ σταμάτα να παίζεις με τα μαλλιά σου!

παίζω, σκαλίζω

intransitive verb (tinker, tamper with [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The artist decided it was time to put her paintbrush down and stop fiddling.
Η καλλιτέχνης αποφάσισε πως ήταν καιρός να αφήσει το πινέλο της και να σταματήσει να κάνει μικροαλλαγές.

παίζω

(informal (tinker with, alter) (μεταφορικά: με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John loved to fiddle with old cars, but never actually fixed them up.
Στον Τζον άρεσε να παίζει με παλιά αυτοκίνητα, αλλά ποτέ δεν τα έφτιαχνε πραγματικά.

χαζεύω, χαζολογώ

phrasal verb, intransitive (UK, informal (waste time doing [sth] trivial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't fiddle about; get to work.

χαζολογάω, χαζολογώ

phrasal verb, intransitive (informal (waste time doing [sth] trivial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He began to fiddle around doing crossword puzzles, but soon noticed his English was improving.
Άρχισε να χαζολογάει λύνοντας σταυρόλεξα, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι τα Αγγλικά του βελτιώθηκαν.

παίζω

(informal (play absent-mindedly with) (μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She fiddled around with the things on her desk while I was talking.

πειράζω

(informal (alter or adjust unhelpfully) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He loved to fiddle about with old cars, but never actually fixed them up.

υγιέστατος

adjective (informal (physically healthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έρχομαι δεύτερος

verbal expression (figurative (be considered less important) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She always played second fiddle to her talented older sister.

δεύτερη μοίρα

noun (figurative (less important status) (είμαι σε)

The Vice President will always play second fiddle to the President.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fiddle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.