Τι σημαίνει το fiction στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fiction στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fiction στο Αγγλικά.

Η λέξη fiction στο Αγγλικά σημαίνει μυθιστόρημα, μυθιστορήματα, αποκύημα της φαντασίας, μυθιστορημάτων, αστυνομική λογοτεχνία, ιστορίες των φαν, ιστορίες γραμμένες από φαν, ιστορίες θαυμαστών που βασίζονται σε ήδη υπάρχοντες φανταστικούς χαρακτήρες, πολύ μικρή ιστορία, ιστορικό μυθιστόρημα, πεζός λόγος εκτός μυθιστορημάτων, μη λογοτεχνικό πεζογράφημα, της κακιάς ώρας, ρεαλιστική μυθοπλασία, επιστημονική φαντασία, επιστημονικής φαντασίας, επιστημονική φαντασία, ταινία επιστημονικής φαντασίας, μυθιστόρημα, πεζογράφημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fiction

μυθιστόρημα, μυθιστορήματα

noun (imagined story)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I read mostly fiction but sometimes pick up a biography.
Διαβάζω κυρίως μυθιστορήματα, αλλά καμιά φορά και καμιά βιογραφία.

αποκύημα της φαντασίας

noun ([sth] untrue)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Everything she told us last night was fiction.
Όλα όσα μας είπε χτες βράδυ ήταν φαντασιοκόπημα.

μυθιστορημάτων

adjective (of works of fiction)

Many consider him the greatest fiction writer in his language.
Πολλοί τον θεωρούν τον σπουδαιότερο συγγραφέα μυθιστορημάτων της γλώσσας του.

αστυνομική λογοτεχνία

noun (detective, police stories)

ιστορίες των φαν, ιστορίες γραμμένες από φαν

noun (stories by fans)

ιστορίες θαυμαστών που βασίζονται σε ήδη υπάρχοντες φανταστικούς χαρακτήρες

noun (stories by fans)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολύ μικρή ιστορία

noun (extremely short story)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορικό μυθιστόρημα

noun (stories set in past era)

To do a good job at historical fiction, you need to do lots of research.

πεζός λόγος εκτός μυθιστορημάτων

noun (factual literature)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She had read all of the author's novels but none of his nonfiction.

μη λογοτεχνικό πεζογράφημα

adjective (literature: factual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The nonfiction section of the library is upstairs.

της κακιάς ώρας

noun (informal (trash novel or magazines) (μυθιστόρημα ή περιοδικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Critics considered his novels to be pulp fiction.

ρεαλιστική μυθοπλασία

noun (stories which reflect real life)

επιστημονική φαντασία

noun (abbreviation, informal (science fiction)

Sci-fi is my favorite literary genre.

επιστημονικής φαντασίας

noun as adjective (abbreviation, informal (science fiction)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This is one of my favorite sci-fi novels of all time.

επιστημονική φαντασία

noun (futuristic, speculative stories)

Staples of science fiction include time travel and journeys to other planets.
Βασικά στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας είναι τα ταξίδια στον χρόνο και σε άλλους πλανήτες.

ταινία επιστημονικής φαντασίας

noun (film: speculative, futuristic)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We went to see a science fiction movie called Star Wars.

μυθιστόρημα, πεζογράφημα

noun (novel, etc.: invented story)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her characters seemed so real, it was hard to believe the story was a work of fiction.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fiction στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fiction

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.