Τι σημαίνει το finals στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης finals στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του finals στο Αγγλικά.

Η λέξη finals στο Αγγλικά σημαίνει τελικός, τελευταίος, οριστικός, τελεσίδικος, τελικός, τελική εξέταση, τελική εξέταση, αυλαία, αυλαία, τελική μορφή ταινίας, τελική έκδοση, τελευταία επιθυμία, τελικό σκέλος, τελική προειδοποίηση, τελική προσφορά, συντάξιμος μισθός, τελευταίες πινελιές, τελευταίες πινελιές, τελευταίο σφύρηγμα, τελευταίο έτος, σε τελική ανάλυση, τιμώ, προημιτελικός, προημιτελικός, ημιτελικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης finals

τελικός, τελευταίος

adjective (last, ultimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The game ended when the final whistle blew.
Το παιχνίδι έληξε με το τελικό (or: τελευταίο) σφύριγμα.

οριστικός, τελεσίδικος

adjective (that will not be changed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This decision is final.
Αυτή η απόφαση είναι τελεσίδικη.

τελικός

noun (competition round)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The winners of each heat of the competition will qualify for the final.
Οι νικητές κάθε προκριματικής σειράς των αγώνων θα περάσουν στον τελικό.

τελική εξέταση

noun (US, often plural (last class exam before graduation) (πριν την αποφοίτηση)

I took my chemistry final last week.
Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα.

τελική εξέταση

plural noun (UK (last exams before graduation) (πριν την αποφοίτηση)

I took my finals last week and am now ready to graduate.
Έδωσα τις τελικές εξετάσεις (or: απολυτήριες εξετάσεις) μου την περασμένη βδομάδα και τώρα είμαι έτοιμος να αποφοιτήσω.

αυλαία

noun (end of a theatre performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The final curtain went down and the entire audience stood up and cheered.

αυλαία

noun (figurative (end of [sth] lengthy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελική μορφή ταινίας

(movie industry)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τελική έκδοση

noun (finished version: of a text)

Here's the final draft of your speech, Mr. President - I hope it covers all the points we discussed.

τελευταία επιθυμία

plural noun (wishes as set out in [sb]'s will) (σε διαθήκη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't worry: I haven't left you out of my final instructions.

τελικό σκέλος

noun (last stretch: of a race, etc.) (αγώνες, κτλ)

τελική προειδοποίηση

noun (last warning before legal action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is your final notice before your electricity is shut off: please pay your bill immediately.

τελική προσφορά

noun (highest bid one is willing to make)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is my final offer. I won't pay more.

συντάξιμος μισθός

noun (income prior to retirement)

τελευταίες πινελιές

plural noun (last details added to [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

τελευταίες πινελιές

plural noun (embellishments)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She spent the whole morning putting the final touches on her window display.

τελευταίο σφύρηγμα

noun (sports: ends a game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At the final whistle both teams left the playing field, exhausted and muddy.

τελευταίο έτος

noun (last 12 months of higher education) (σπουδές)

Mary is in her final year and will begin college in the fall.

σε τελική ανάλυση

adverb (ultimately)

τιμώ

verbal expression (honour [sb] who has died)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He went to the funeral to pay his last respects to his beloved teacher.

προημιτελικός

noun (round: decides semi-finalists)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προημιτελικός

noun (elimination contest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The townspeople were excited for the quarterfinal of the singing competition.

ημιτελικός

noun (contest that determines final)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Unfortunately, our team lost in the semifinal.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του finals στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του finals

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.