Τι σημαίνει το fine στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fine στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fine στο Αγγλικά.

Η λέξη fine στο Αγγλικά σημαίνει εντάξει, καλά, λεπτός, καλά, πρόστιμο, επιβάλλω πρόστιμο, επιβάλλω πρόστιμο σε κπ, ωραίος, καλός, ελκυστικός, γοητευτικός, εκλεπτυσμένος, μικρός, περίτεχνος, λεπτός, εκλεκτός, κοφτερός, εκλεκτός, επιβλητικός, αναστάτωση, σύγχυση, δύσκολη κατάσταση, μόλις που προλαβαίνω, προλαβαίνω παρά τρίχα, τσίμα τσίμα, πολύ λεπτός, ποιοτικός, καλής ποιότητας, τέχνη, καλές τέχνες, δεν έχω αντίρρηση, υψηλή μαγειρική, γκουρμέ, γκουρμέ φαγητό, μικρή διαφορά, λεπτομέρεια, αιχμηρή μύτη, ψιλά γράμματα, μικρά γράμματα, ψιλός τρίφτης, ακριβής προσαρμογή, λεπτομερής, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, χτένα με ψιλά δόντια, βελτιώνω, προσαρμόζω, προσαρμόζω με ακρίβεια, ντελικάτος, λεπτός, ψιλός, είμαι καλά, είμαι καλά, σε φόρμα, σε καλή φόρμα, είμαι σε καλή διάθεση, σε φόρμα,σε καλή κατάσταση, πρόστιμο καθυστέρησης επιστροφής υλικού, πρόστιμο παράνομης στάθμευσης, σχολή καλών τεχνών, πρόστιμο λόγω υπερβολικής ταχύτητας, δεν έχω πρόβλημα, πρόστιμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fine

εντάξει

adjective (OK)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You parked across the street? That's fine.
Πάρκαρες στο απέναντι πεζοδρόμιο; Εντάξει.

καλά

adjective (healthy) (υγιής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She is fine today, though she felt awful the last few days.
Είναι καλά σήμερα, αν και αισθανόταν απαίσια τις τελευταίες μέρες.

λεπτός

adjective (thin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has very fine hair.
Έχει πολύ λεπτή τρίχα.

καλά

adverb (informal (good)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Yes, he did fine with his presentation.
Ναι, τα πήγε μια χαρά με την παρουσίαση.

πρόστιμο

noun (financial penalty) (χρηματική ποινή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He received a fine for driving too fast.
Του έδωσαν κλήση για υπερβολική ταχύτητα.

επιβάλλω πρόστιμο

transitive verb (charge, penalize)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The policeman fined him for driving too fast.
Ο αστυνομικός του έδωσε κλήση για υπερβολική ταχύτητα.

επιβάλλω πρόστιμο σε κπ

transitive verb (charge, penalize by an amount)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judge fined her £500 for contempt of court.
Ο δικαστής της επέβαλε πρόστιμο 500 λίρες για ασέβεια προς το δικαστήριο.

ωραίος, καλός

adjective (weather)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Today will be a fine day. Not a cloud in the sky!
Σήμερα θα είναι μια ωραία ημέρα. Δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό!

ελκυστικός, γοητευτικός

adjective (attractive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is such a fine man!
Είναι τόσο ελκυστικός άντρας!

εκλεπτυσμένος

adjective (refined)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her supper parties are always very fine, with French wine, and polite conversation.

μικρός

adjective (small)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vermeer's paintings are admired for their fine detail.

περίτεχνος

adjective (ornate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The decoration on this French clock is very fine.

λεπτός

adjective (nuanced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is a fine distinction between drunk and inebriated.

εκλεκτός

adjective (wine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
France produces many fine wines.

κοφτερός

adjective (knife, blade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a very fine knife and could cut anything.

εκλεκτός

adjective (high quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She always served fine wine at her parties.

επιβλητικός

adjective (house, speech: grand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The family lived in a fine house with landscaped gardens.

αναστάτωση, σύγχυση

noun (informal (situation: awkward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lies we told got us into a fine mess when everyone found out the truth. Now you've done it. Look at the fine mess you've gotten us into.
Τα ψέμματα που είπαμε μας έβαλαν σε μεγάλο μπέρδεμα όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια. Τώρα το έκανες. Κοίτα σε τι μπέρδεμα μας έβαλες.

δύσκολη κατάσταση

noun (figurative, informal (difficult situation)

μόλις που προλαβαίνω, προλαβαίνω παρά τρίχα

verbal expression (figurative (allow very little margin)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need to be at the airport for midday; we'll be cutting it fine if we don't leave by 10.

τσίμα τσίμα

noun (informal, figurative (finishing just in time) (ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ λεπτός

adjective (very thin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ποιοτικός, καλής ποιότητας

adjective (extremely high quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέχνη

noun (art: painting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sale will be of interest to collectors of fine art.

καλές τέχνες

plural noun (visual artforms)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Paul has always loved the fine arts, and is now doing a degree in London.

δεν έχω αντίρρηση

interjection (informal (acquiescence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Mind if I go now?" "Fine by me."

υψηλή μαγειρική

noun (gourmet food, high-class cuisine)

γκουρμέ

noun (gourmet meals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In town, there is a family restaurant and a fine dining restaurant.

γκουρμέ φαγητό

noun (gourmet meals)

The hotel served fine food.

μικρή διαφορά

noun (figurative (little distinction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a fine line between genius and insanity.

λεπτομέρεια

noun (detail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιχμηρή μύτη

noun (pen: narrow tip) (για στυλό)

ψιλά γράμματα

noun (figurative (terms and conditions) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If only I'd read the fine print, I wouldn't have lost so much money.

μικρά γράμματα

noun (text printed in small font)

The fine print's too hard for me to read due to my bad eyesight.

ψιλός τρίφτης

noun (US (gadget for grating food finely) (μαγειρική)

I grate Parmesan cheese on a fine shredder, and Cheddar on a coarse one.

ακριβής προσαρμογή

noun (precise adjustment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Regular fine-tuning will be required to keep these estimates up to date. You've got the right idea here but it still needs some fine tuning.

λεπτομερής

adjective (detailed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

adjective (splendid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That champion purebred Collie is a fine-looking dog.

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

adjective (man: handsome)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My my! What a fine-looking young man you've grown up to be.

χτένα με ψιλά δόντια

noun (grooming device)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βελτιώνω, προσαρμόζω

transitive verb (figurative (refine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The basic process is good but we'll need to fine-tune it a bit as we go along.

προσαρμόζω με ακρίβεια

transitive verb (adjust precisely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He found it impossible to fine-tune the radio using the dial

ντελικάτος

adjective (figurative (delicate, fine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λεπτός, ψιλός

adjective (thread, yarn: very thin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είμαι καλά

interjection (I am well)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm fine! But how are you?
Είμαι καλά! Εσύ πως είσαι;

είμαι καλά

interjection (informal (I don't need anything)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm fine, thanks! I've got everything I need.
Είμαι καλά, ευχαριστώ! Έχω όλα όσα χρειάζομαι.

σε φόρμα, σε καλή φόρμα

verbal expression (be fit, healthy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even though I'm 50 years old, I'm still in fine form and can beat you at tennis any day!

είμαι σε καλή διάθεση

verbal expression (be in a good mood)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε φόρμα,σε καλή κατάσταση

adverb (informal (in good condition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gerard's in fine shape since he lost ten pounds.
Ο Τζέραρντ είναι σε φόρμα (or: σε καλή κατάσταση) από τότε που έχασε δέκα κιλά.

πρόστιμο καθυστέρησης επιστροφής υλικού

noun (fee for late return of borrowed book)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I had a huge library fine to pay; not only was the book a month overdue, but I had spilled wine in it.

πρόστιμο παράνομης στάθμευσης

noun (penalty fee for an offence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parking fines issued by private agencies are not legally enforceable.

σχολή καλών τεχνών

noun (college of visual arts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόστιμο λόγω υπερβολικής ταχύτητας

noun (penalty for driving too fast)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δεν έχω πρόβλημα

interjection (informal (acquiescence)

If you leave, that's fine by me.

πρόστιμο

noun (charge made for a driving offence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fine στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fine

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.