Τι σημαίνει το fita στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fita στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fita στο πορτογαλικά.

Η λέξη fita στο πορτογαλικά σημαίνει κορδέλα, κασέτα, ταινία γραφομηχανής, κορδέλα, κορδέλα, ηχογράφηση, λαβή, γραμμή, μπάρα, κασέτα, κορδέλα, ταινία, γιρλάντα, βιντεοταινία, μπορντούρα, αντιπερισπασμός, γιρλάντα, μέτρο, κολλητική ταινία, μέτρο, κορδέλα, μαγηντοταινία, κορδέλα καπέλου, σελοτέιπ, μονάδα ταινίας, κολλητική ταινία, πριόνι, χαρτοταινία, κολλητική ταινία, κασέτα, μεζούρα, μονωτική ταινία, κολλητική ταινία, σελοτέιπ, ταινία σήμανσης, μπλάνκο, αμοντάριστο υλικό, μεταξωτή κορδέλα, κόκκινη κορδέλα, DAT, ηχογραφώ, κασέτα, βιντεοκασέτα, οδηγός, κολλώ με σελοτέιπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fita

κορδέλα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel amarrou uma fita em volta de seu rabo de cavalo.
Η Ρέιτσελ έδεσε μια κορδέλα στην αλογοουρά της.

κασέτα

substantivo feminino (cassete)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Liam colocou uma fita no rádio-cassete e apertou play.
Ο Λίαμ έβαλε μια κασέτα στο κασετόφωνο και πάτησε το play.

ταινία γραφομηχανής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορδέλα

substantivo feminino (métrica) (μεταφορικά: αρκετά μέτρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben pegou a fita métrica para medir o espaço.
Ο Μπεν έβγαλε τη μετροταινία για να μετρήσει τον χώρο.

κορδέλα

(qualquer tira fina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O avental é fechado atrás com fitas. O local do crime estava isolado por fitas.
Η ποδιά δένει στο πίσω μέρος με κορδέλες.

ηχογράφηση

substantivo feminino (para gravar) (ραδιόφωνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fita do show foi cuidadosamente guardada no depósito.
Η μαγνητοσκόπηση της εκπομπής αποθηκεύτηκε προσεκτικά στην αποθήκη.

λαβή

substantivo feminino (esportes com raquete)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Essa raquete de tênis tem uma fita de nylon.

γραμμή, μπάρα

(cartão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Posicione seu cartão do banco para que o lado do cartão com a fita fique para cima.

κασέτα

substantivo feminino (para máquina de escrever) (παλαιό: μελανιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορδέλα, ταινία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γιρλάντα

(bandeirinha de festa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιντεοταινία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπορντούρα

(borda decorativa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιπερισπασμός

substantivo feminino (ação para chamar a atenção, etc.; simulação)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γιρλάντα

substantivo feminino (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέτρο

(de 1 jarda) (εργαλείο μέτρησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολλητική ταινία

(adesiva)

A Ann utilizou fita-cola para fixar o papel de embrulho.
Η Άνν χρησιμοποίησε σελοτέιπ για να κολλήσει το χαρτί περιτυλίγματος.

μέτρο

(instrumento de medida) (για μήκος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O medidor mostra que consumimos energia elétrica em excesso esse mês.
Ο μετρητής δείχνει ότι χρησιμοποιήσαμε υπερβολικό ρεύμα αυτό τον μήνα.

κορδέλα

(για τα μαλλιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μια απλή μαύρη κορδέλα κρατούσε πίσω τα μακριά μαλλιά της.

μαγηντοταινία

substantivo feminino (ηχητικής εγγραφής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορδέλα καπέλου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σελοτέιπ

(εμπορικό σήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μονάδα ταινίας

(dispositivo, armazenamento de dados)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κολλητική ταινία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πριόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτοταινία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κολλητική ταινία

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κασέτα

(fita magnética de áudio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεζούρα

(μέχρι 1-1,5 μέτρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μονωτική ταινία, κολλητική ταινία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σελοτέιπ

(®) (εμπορικό σήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ταινία σήμανσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπλάνκο

(εμπορικό σήμα, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αμοντάριστο υλικό

(filme gravado não editado)

μεταξωτή κορδέλα

substantivo feminino (tira fina decorativa feita de seda)

κόκκινη κορδέλα

substantivo masculino (símbolo do combate à AIDS)

DAT

substantivo feminino (πληροφορική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Τι λογισμικό χρειάζομαι, για να ανοίξω αυτό το αρχείο DAT;

ηχογραφώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ηχογραφεί τις συνεντεύξεις και τις απομαγνητοφωνεί αργότερα.

κασέτα, βιντεοκασέτα

substantivo feminino (fita cassete)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Helen pressionou o botão ejetar e a fita de vídeo saiu do gravador.
Η Χέλεν πάτησε το κουμπί και η βιντεοκασέτα (or: κασέτα) βγήκε από τη βιντεοκάμερα.

οδηγός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Você tem que colocar a ponta da fita no buraco para carregar o filme.
Πρέπει να περάσεις τον οδηγό από την τρύπα για να φορτώσει το φιλμ.

κολλώ με σελοτέιπ

(για να μείνει στη θέση του)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Passei fita no envelope e o levei para os correios.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fita στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.