Τι σημαίνει το pôr στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pôr στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pôr στο πορτογαλικά.

Η λέξη pôr στο πορτογαλικά σημαίνει από, ανά, κατά, τοποθετώ, ακουμπάω, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, μέσω, παντού, σε, εξαιτίας, για, για, από, για, μέσω, αντί για, για, γιατί, επειδή, για, σε, με, με, κατά, του, -, μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα, από, για, προς, για, μέσα από, κατά τη διάρκεια, ανά, για, ανά, επί, προς, χρησιμοποιώ κτ σε κτ, ανά, επιρρίπτω, γεννάω, προς, για, για, από, σε, -, μέσα από, εβδομαδιαίος, δίκαιος, με τον οποίο δεν μπορώ να επικοινωνήσω, τον οποίο δεν μπορώ να βρω, αυτός που απέχει από αλκοόλ, που δεν έπαθε τίποτα, που δεν έπαθε ζημιά, από μόνος μου, με κουκκίδες, τελικά, στα γρήγορα, αυτολεξεί, μαγικά, έκαστος, και τα λοιπά, στο τέλος, τελικά, επιτέλους, φτηνά, φθηνά, επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώς, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, εκ φύσεως, γιατί, επειδή, θεωρούμαι, δειλός, νοκ άουτ, νοκ-άουτ, πουρές, ληξιαρχείο, διείσδυση, ηλιοβασίλεμα, γάμος, κωμωδία, αθλητής, άτομο που βρίσκει υποψήφιους εργαζόμενους, βρόμα, κολλημένος με την τεχνολογία, επίδομα ανεργίας, κλήση, μία σου και μία μου, βυζιά, κάτω από, όπως για παράδειγμα, μου αρέσει, διακινδυνεύω, ρισκάρω, θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ, εκθέτω, παρουσιάζω, θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, καθυστερώ, είμαι αργοπορημένος, ρίχνω κπ στη στενή, μου αρέσει κτ, γκρινιάζω, υποχωρώ, σκαρφαλώνω, περνάω πάνω από κτ, γίνομαι μέλος σε κτ, κάθομαι, παραμένω, πιάνω, ακούω, διορθώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pôr

από

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A árvore foi cortada pelo vizinho dele.
Το δέντρο κόπηκε από τον γείτονά του.

ανά, κατά

preposição (para cada)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O estacionamento custa 60 centavos por hora. Havia o suficiente para um biscoito por criança.
Η στάθμευση κοστίζει 60 πένες την ώρα.

τοποθετώ, ακουμπάω

verbo transitivo (colocar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pôs seu copo na borda da mesa.
Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω

(posicionar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele geralmente põe os planos na mesa.
Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι.

μέσω

preposição (caminho)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Passamos por Saint Louis a caminho de Nova Orleans.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πήγε στη Θεσσαλονίκη μέσω Λάρισας.

παντού

preposição (espaço: por todo o espaço)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Os sinos podem ser ouvidos pela cidade.
Οι καμπάνες ακούγονται σε όλη την πόλη.

σε

preposição (espaço) (χώρος: συνέχεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Esta estrada continua pelo próximo condado.
Αυτός ο δρόμος συνεχίζεται στον διπλανό νομό.

εξαιτίας

preposição (motivo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele foi reprovado por não estudar o suficiente.
Απέτυχε στις εξετάσεις του, επειδή δεν διάβασε αρκετά.

για

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A bola errou a janela por um metro.

για

preposição (τιμή)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele pagou apenas dez dólares por aquela camisa.
Πλήρωσε μόνο δέκα δολάρια για αυτό το πουκάμισο.

από

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Laura aumentou o volume por provocação.
Η Λώρα δυνάμωσε την ένταση από κακία.

για

preposição (tempo: duração) (χρονική διάρκεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ela ficou fora por quatro horas. Estou aprendendo chinês por dois anos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Λείπει εδώ και τέσσερις ώρες.

μέσω

preposição (via) (διαδρομή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu geralmente vou por Nova York quando viajo para Europa.
Συνήθως πηγαίνω μέσω Νέας Υόρκης όποτε πετάω για Ευρώπη.

αντί για, για

preposição (no lugar de alguém) (στη θέση κάποιου)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eu não quero fazer o trabalho por ele.
Δε θέλω να κάνω τη δουλειά του αντί για (or: για) αυτόν.

γιατί, επειδή

preposição (por causa de algo) (εξαιτίας)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ele recebeu lição extra por falar palavrão na sala de aula.
Του έδωσαν επιπλέον δουλειά για το σπίτι για τις βρισιές που είπε στην τάξη.

για

preposição (indicando distância)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eu corri por três quarteirões antes de pegá-lo.

σε, με

preposição

Ele sorriu só pela ideia de que veria sua namorada de longa distância em apenas alguns dias.

με

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Pela autoridade investida em mim, eu os declaro marido e mulher.

κατά

preposição

Eles se encontraram por acaso.

του

preposição

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Siga na direção nordeste pelo norte.
Προχώρα βόρεια-βορειοανατολικά.

μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα

preposição (expressando desejo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oh, por uma tigela de sopa agora!

από

preposição (por causa de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele saiu, por medo de ser ridicularizado.

για

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A fila do lado de fora da bilheteria continuou por quilômetros.

προς

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Os jogadores estavam em um por três em chutes a gol.

για

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Há uma venda de três por um em roupas de verão.

μέσα από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Um tijolo atravessou pela janela da cozinha

κατά τη διάρκεια

preposição (tempo: durante)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Eu escrevi e-mails por toda a noite.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έγραφα email όλο το βράδυ.

ανά

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eu faço 40 milhas por galão com esse carro.

για

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Os melões estão dois por um real no mercado.

ανά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O limite de velocidade em áreas residenciais é de 20 km por hora.

επί

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O quadro deve medir 2 por 4 pés.

προς

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Maçãs estão à venda a um dólar por quilo.
Η τιμή των μήλων είναι στο 1 ευρώ το κιλό.

χρησιμοποιώ κτ σε κτ

verbo transitivo

ανά

Aulas de música custam cem dólares por hora.
Τα μαθήματα μουσικής κοστίζουν εκατό δολάρια την ώρα.

επιρρίπτω

verbo transitivo (atribuir culpa) (ευθύνες κλπ σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Geralmente ele punha a culpa na irmã.
Συνήθως έριχνε (or: φόρτωνε) τις ευθύνες στην αδερφή του.

γεννάω

verbo transitivo (ovos) (αβγό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acho que a galinha põe alguns ovos por semana.
Μια κότα μπορεί να γεννήσει κάμποσα αυγά την εβδομάδα, νομίζω.

προς

preposição (razão) (αναλογία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A proposta foi derrotada numa proporção de três votos por (or: a) um.
Η πρόταση καταψηφίστηκε με εφτά ψήφους προς δύο.

για

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estamos lutando por nossa liberdade.

για

preposição (indicando um de uma série)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estamos visitando aqui pela segunda vez.

από, σε

preposição (por meio de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nós podemos falar por telefone, se preferir.
Μπορούμε να τα πούμε μέσω τηλεφώνου αν προτιμάς.

-

preposição (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Você acabou de passar por um farol vermelho.
Πέρασε με κόκκινο.

μέσα από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As balas ultrapassaram o anteparo através das fendas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η σφαίρα πέρασε μέσα από το σώμα του.

εβδομαδιαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Temos uma reunião semanal com a equipe no trabalho.
Κάνουμε εβδομαδιαίες συσκέψεις με την ομάδα στη δουλειά.

δίκαιος

(figurativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με τον οποίο δεν μπορώ να επικοινωνήσω, τον οποίο δεν μπορώ να βρω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν δεν μπορέσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου, αφήστε μήνυμα στη γυναίκα μου.

αυτός που απέχει από αλκοόλ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν έπαθε τίποτα, που δεν έπαθε ζημιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από μόνος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με κουκκίδες

(pintura ou desenho)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele finalmente decidiu comprar o carro verde.
Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο.

στα γρήγορα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Liza parou brevemente na loja no caminho para o show.
Η Λίζα σταμάτησε για λίγο στο μαγαζί ενώ πήγαινε στη συναυλία.

αυτολεξεί

(Latim)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μαγικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έκαστος

(por ou para cada)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

και τα λοιπά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As vítimas do desastre precisam urgentemente de água potável, comida, suprimentos médicos etc.
Τα θύματα της καταστροφής χρειάζονται επειγόντως πόσιμο νερό, τρόφιμα, ιατρικά εφόδια και τα λοιπά.

στο τέλος, τελικά, επιτέλους

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Finalmente, eu terminei de escrever aquele relatório!
Επιτέλους, τελείωσα τη σύνταξη εκείνης της έκθεσης.

φτηνά, φθηνά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώς

(por essa razão, por isso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

(finalmente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκ φύσεως

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

γιατί, επειδή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Eu me atrasei porque esqueci de ajustar o despertador.
Άργησα διότι ξέχασα να ρυθμίσω το ξυπνητήρι μου.

θεωρούμαι

(ότι είμαι κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δειλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tentar evitar uma luta não faz de você um covarde.
Το να προσπαθείς να αποφύγεις έναν καυγά δεν σε κάνει δειλό.

νοκ άουτ, νοκ-άουτ

(μποξ: η τελική γροθιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πουρές

(alimento)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ληξιαρχείο

(escritório de)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διείσδυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλιοβασίλεμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γάμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κωμωδία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αθλητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άτομο που βρίσκει υποψήφιους εργαζόμενους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρόμα

(gíria, pejorativo) (μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κολλημένος με την τεχνολογία

(entusiasta da tecnologia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίδομα ανεργίας

(quantia paga a pessoas sem trabalho)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλήση

(για υπερβολική ταχύτητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μία σου και μία μου

(vingança)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βυζιά

(gíria) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κάτω από

Poucas pessoas já exploraram os túneis sob a cidade.
Λίγοι είχαν εξερευνήσει ποτέ τις κατακόμβες κάτω από την πόλη.

όπως για παράδειγμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele tem muitas boas qualidades, como inteligência e perspicácia.
Έχει πολλά καλά προσόντα όπως για παράδειγμα εξυπνάδα και πνεύμα.

μου αρέσει

Πάντα μου άρεσε η μεγάλη ζωή.

διακινδυνεύω, ρισκάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο πολιτικός ρίσκαρε την καριέρα του κάνοντας σχέση.

θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Várias novas medidas de segurança foram implementadas depois do esfaqueamento recente no campus.
Το σχολείο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι κανείς άγνωστος δεν θα μπορεί να εισέλθει στο κτίριο.

εκθέτω, παρουσιάζω

(mostrar, exibir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας

(aposentar: alguém ou algo obsoleto) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω

(literal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθυστερώ, είμαι αργοπορημένος

(quantia paga a pessoas sem trabalho)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έχουμε μια σύσκεψη τμήματος το πρωί, οπότε δεν τολμώ να καθυστερήσω. Μην καθυστερήσεις στον ίδιο σου το γάμο.

ρίχνω κπ στη στενή

(sentenciar alguém à prisão) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου αρέσει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γκρινιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A esposa do Sandro resmungou o dia todo.
Το να ζεις με έναν σύντροφο που γκρινιάζει όλη μέρα μπορεί να γίνει κουραστικό.

υποχωρώ

(BRA, gíria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκαρφαλώνω

(cerca; muro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω πάνω από κτ

(levantar o pé para evitar pisar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι μέλος σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
É hora de se inscrever no time de vôlei. Os treinos começam na semana que vem.
Καιρός να γραφτείς στην ομάδα βόλεϊ. Η προπόνηση αρχίζει την επόμενη εβδομάδα.

κάθομαι, παραμένω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πιάνω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fiz um erro nos meus cálculos, mas ninguém percebeu.
Έκανα ένα λάθος στους υπολογισμούς μου, αλλά κανένας δεν το κατάλαβε.

ακούω

(όχι εσκεμμένα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διορθώνω

(κείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pôr στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του pôr

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.