Τι σημαίνει το fumble στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fumble στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fumble στο Αγγλικά.

Η λέξη fumble στο Αγγλικά σημαίνει ψάχνω, ψάχνω να κάνω κτ, παιδεύομαι με κτ, πασχίζω να πω κτ, πτώση, χάνω, χάνω την μπάλα, κάνω κτ αδέξια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fumble

ψάχνω

(rummage) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fumbled in my bag for my car keys.
Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου μέσα στην τσάντα μου.

ψάχνω να κάνω κτ

verbal expression (rummage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She fumbled to find a pen among all the junk in her handbag.
Έψαχνε να βρει ένα στυλό μέσα σε όλη τη σαβούρα στην τσάντα της.

παιδεύομαι με κτ

(handle clumsily) (καθομιλουμένη)

Neil fumbled with his keys and almost dropped them.

πασχίζω να πω κτ

(figurative (struggle to say [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She asked if I needed anything else and I fumbled for the right words.
Με ρώτησε αν ήθελα κάτι άλλο και πάσχισα να βρω τις σωστές λέξεις.

πτώση

noun (sport: dropping ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fumble resulted in a massive pileup on the ball.

χάνω

transitive verb (sport: drop ball)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The receiver fumbled the ball and the other team picked it up.
Ο παίχτης έχασε τη μπάλα και η άλλη ομάδα την έπιασε.

χάνω την μπάλα

intransitive verb (sport: drop ball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The goalkeeper fumbled and the opposing team scored their third goal.

κάνω κτ αδέξια

phrasal verb, intransitive (do things clumsily)

He's fumbling around in the kitchen; can't you hear the noise?
Κάτι προσπαθεί να κάνει στην κουζίνα. Δεν ακούς τον θόρυβο;

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fumble στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.