Τι σημαίνει το gag στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gag στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gag στο Αγγλικά.

Η λέξη gag στο Αγγλικά σημαίνει φιμώνω, αστείο, αστείο, φίμωτρο, στοματοδιαστολέας, αναγουλιάζω, πνίγομαι με κτ, φιμώνω, φιμώνω, εντολή αποσιώπησης, τάση εμετού, αντανακλαστικό του εμέτου, εντολή αποσιώπησης, αστείο που το λέμε συχνά, επαναλαμβανόμενο αστείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gag

φιμώνω

noun (cloth, etc., in or on mouth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The prisoner had a gag in his mouth to keep him from making too much noise.
Ο φυλακισμένος ήταν φιμωμένος για να μην κάνει πολλή φασαρία.

αστείο

noun (informal (verbal joke)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The journalist reported the fake news story as a gag, but people thought he was serious.
Ο δημοσιογράφος μετέδωσε την ψεύτικη είδηση ως φάρσα, αλλά ο κόσμος θεώρησε πως το έλεγε σοβαρά.

αστείο

noun (informal (non-verbal joke, prank)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Knowing his brother hated sports, Tom gave him a football for his birthday as a gag.
Ξέροντας ότι ο αδερφός του μισεί τα αθλήματα, ο Τομ του χάρισε μια μπάλα ποδοσφαίρου για τα γενέθλιά του για πλάκα.

φίμωτρο

noun (figurative (legal ban on speaking about [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The government's gag on the press to keep the story quiet didn't work, as it leaked out via social media anyway.
Το κυβερνητικό φίμωτρο στον τύπο ώστε να σωπάσει σχετικά με το θέμα δεν απέδωσε καθώς αυτό διέρρευσε μέσω των κοινωνικών δικτύων ούτως ή άλλως.

στοματοδιαστολέας

noun (medical device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dentist used a gag to keep the patient's mouth open while he worked.
Ο οδοντίατρος χρησιμοποίησε έναν στοματοδιαστολέα για να κρατήσει το στόμα του ασθενούς ανοικτό όσο δούλευε.

αναγουλιάζω

intransitive verb (choke, retch)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate gagged when she saw the dead rat.
Η Κέιτ αναγούλιασε όταν είδε το ψόφιο ποντίκι.

πνίγομαι με κτ

(retch while trying to swallow)

Jim always gags on pills when he has to take them.
Ο Τζιμ πάντα πνίγεται με τα χάπια όταν πρέπει να τα καταπιεί.

φιμώνω

transitive verb (put a gag on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The kidnapper gagged the victim.
Ο απαγωγέας φίμωσε το θύμα.

φιμώνω

transitive verb (figurative (ban from speaking) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The court gagged the media to protect the defendant.
Το δικαστήριο φίμωσε τον τύπο για να προστατεύσει τον κατηγορούμενο.

εντολή αποσιώπησης

noun (ban on discussing a legal case)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The judge imposed a gag order on the media because there were innocent children involved in the case.

τάση εμετού

noun (involuntary retching)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sight of the dead body triggered his gag reflex.

αντανακλαστικό του εμέτου

noun (reflex to retch)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I get a gag response at the very idea of oysters.

εντολή αποσιώπησης

noun (law that restricts discussion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Judge Mulrooney imposed a gag rule on everyone involved in the trial.

αστείο που το λέμε συχνά

noun (repeated joke)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy had a running gag with her friend about them running off and joining the military.

επαναλαμβανόμενο αστείο

noun ([sth] humorous that is repeated)

Heidi only saw the last five minutes of the movie, so she didn't understand that the phrase was part of a running joke that started in the first ten minutes.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gag στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.