Τι σημαίνει το gato στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gato στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gato στο ισπανικά.

Η λέξη gato στο ισπανικά σημαίνει γάτα, γρύλος, μοτέρ, γάτος, κατοικίδια γάτα, δίεση, κατοικίδια γάτα, πεταλούδα της νύχτας, κατοικίδια γάτα, σκλάβος, δούλος, είλωτας, στρατιωτάκι, ρομποτάκι, λυγξ, μοσχογαλή, τουαλέτα γάτας, παιχνίδι με ένα σκοινί που τυλίγεται στα δάχτυλα, μάργκεϊ, μακιγιάζ, αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, καυγαδίζω, τσακώνομαι, Κατάπιες τη γλώσσα σου;, η γάτα και το ποντίκι, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, τάμπι, αγριόγατα, φίλμπερτ, filbert, κυνηγιάρικος, είδος πουλιού με κελάηδισμα που θυμίζει φωνή γάτας, κεραμιδόγατα, αγριόγατα, περσική γάτα, γάτα με ρίγες, που είναι κολλημένος στον καναπέ, νεπέτα, κόκκινος γάτος, κόκκινη γάτα, τσουγκράνα βασανισμού, κοντότριχη γάτα, αρσενικό, γάτα του Τσεσάιρ, τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα, βγάζω έξω τη γάτα, διυλίζω τον κώνωπα, προσέχω τη γάτα κπ, ανεβάζω, σηκώνω, αδέσποτη γάτα, ζώο που πιάνει ποντίκια, γάτα Μανξ, σέδο, Η φωλιά της γάτας, κάνω κπ το παιχνιδάκι μου, παίζω τη γάτα και το ποντίκι με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gato

γάτα

nombre masculino (κατοικίδιο ζώο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi tía tiene un gato negro. Mi gato se está poniendo viejo y ya no sale a cazar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η θεία μου έχει μια μαύρη γάτα.

γρύλος

(de coche)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dan tenía una rueda pinchada, así que usó el gato para elevar su coche y poder poner la de repuesto.
Του Νταν του έσκασε το λάστιχο και έτσι χρησιμοποίησε έναν γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητό του και να βάλει τη ρεζέρβα.

μοτέρ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La parrilla tenía un gato que daba la vuelta automáticamente a la carne cada minuto.

γάτος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατοικίδια γάτα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El gato montés europeo es más grande que un gato doméstico promedio.

δίεση

nombre masculino (MX, CL)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατοικίδια γάτα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πεταλούδα της νύχτας

nombre masculino (AR, coloquial) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con su vestido corto, tacos altos y maquillaje parecía un gato.

κατοικίδια γάτα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El gato ha estado entre nosotros durante siglos.

σκλάβος, δούλος, είλωτας

(figurado, peyorativo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los esclavos trabajaban tranquilamente en sus escritorios y suspiraban mientras escribían informes.

στρατιωτάκι, ρομποτάκι

(figurado) (μτφ, καθομ: κάνει βαρετή δουλειά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El departamento tiene tres directores y alrededor de cuarenta esclavos.
Το τμήμα έχει τρεις διευθυντές και σαράντα περίπου ρομποτάκια.

λυγξ

(ξεπερασμένο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μοσχογαλή

(ζώο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τουαλέτα γάτας

(del gato)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Una de las tareas de mi hijo es limpiar el arenero todos los días y agregar arena limpia cuando sea necesario.

παιχνίδι με ένα σκοινί που τυλίγεται στα δάχτυλα

(juego)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μάργκεϊ

(λεόπαρδος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μακιγιάζ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Marilyn le pidió a John que la esperase mientras se ponía el maquillaje.

αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La alfombra está muy mojada. Aquí hay gato encerrado.

καυγαδίζω, τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Κατάπιες τη γλώσσα σου;

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η γάτα και το ποντίκι

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η περιέργεια σκότωσε τη γάτα

expresión

τάμπι

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jillian adoptó un gato atigrado del refugio.

αγριόγατα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φίλμπερτ, filbert

locución nominal masculina (pincel)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κυνηγιάρικος

(γάτα καλή στο να πιάνει ποντίκια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είδος πουλιού με κελάηδισμα που θυμίζει φωνή γάτας

(pájaro)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος

κεραμιδόγατα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγριόγατα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre confundo los gatos monteses con los linces.

περσική γάτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El gato persa necesita que le cepillen el pelo muchas veces por semana.

γάτα με ρίγες

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al gato atigrado también se le conoce por el nombre de "gato común europeo".

που είναι κολλημένος στον καναπέ

locución nominal masculina (CL, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te estás convirtiendo en un gato de chalet. ¡Haz algo de ejercicio!
Έχεις κολλήσει στην καναπέ. Πρέπει να κάνεις λίγη γυμναστική!

νεπέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόκκινος γάτος, κόκκινη γάτα

Garfield es un gato anaranjado.

τσουγκράνα βασανισμού

locución nominal femenina plural

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Entre los instrumentos de tortura que se usaban en la Edad Media estaban las garras de gato con las que se abría la carne del prisionero.

κοντότριχη γάτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρσενικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γάτα του Τσεσάιρ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esos tres chicos se llevan como perro y gato.

βγάζω έξω τη γάτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No te olvides hacer salir al gato antes de acostarte esta noche.

διυλίζω τον κώνωπα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσέχω τη γάτα κπ

locución verbal (συνήθως όσο λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεβάζω, σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tienes que cambiar una rueda, debes subir el coche con el gato hasta que la rueda deje de tocar el suelo.

αδέσποτη γάτα

En nuestro barrio puedes escuchar a los gatos callejeros peleando por el territorio durante la noche.

ζώο που πιάνει ποντίκια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γάτα Μανξ

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σέδο

locución nominal femenina (λουλούδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Η φωλιά της γάτας

nombre propio masculino (libro: Kurt Vonnegut) (τίτλος βιβλίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω κπ το παιχνιδάκι μου

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω τη γάτα και το ποντίκι με κπ

locución verbal (estrategia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gato στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του gato

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.