Τι σημαίνει το gérant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gérant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gérant στο Γαλλικά.

Η λέξη gérant στο Γαλλικά σημαίνει διευθυντής, διευθύντρια, μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντρια, διευθυντής καταστήματος, τα βγάζω πέρα, συντονισμός, διαχειρίζομαι, είμαι σούπερ, διοικώ, διευθύνω, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι, διαχειρίζομαι, ελέγχω, αντέχω, διακυβέρνηση, διαχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, διαχειρίζομαι, διευθύνω, διαχειρίζομαι, διαχειρίζομαι, διοικώ, υπό έλεγχο, έχω, διευθύνω, χρησιμοποιώ, διαχειρίζομαι, δουλεύω, εργάζομαι, ταβερνιάρης, διευθυντής ξενοδοχείου, διευθυντής εστιατορίου, διευθύντρια εστιατορίου, αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια, διευθύνω, διοικώ, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gérant

διευθυντής, διευθύντρια

(d'une entreprise)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Le directeur avait cinquante personnes travaillant sous ses ordres.
Ο διευθυντής (or: μάνατζερ) είχε πενήντα άτομα υπό την εποπτεία του.

μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντρια

nom masculin (εταιρεία)

διευθυντής καταστήματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comme l''employé ne voulait pas me donner le reçu, j'ai demandé à parler au responsable du magasin (or: au gérant).

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est incroyable de voir comment elle réussit à élever ses enfants en travaillant à plein temps, tout en gérant une mère grabataire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της.

συντονισμός

verbe transitif (projet : diriger, mener à bien)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le directeur a parfaitement géré le projet.
Ο συντονισμός (or: Η διαχείριση) του σχεδίου από τον διευθυντή ήταν εξαιρετική.

διαχειρίζομαι

verbe transitif (une situation, du temps)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Comment un professeur peut-il gérer une classe de 35 élèves ?
Πώς μπορεί ένας δάσκαλος να διαχειριστεί (or: κουμαντάρει) μια τάξη με τριάντα πέντε παιδιά;

είμαι σούπερ

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle gère, Mme Hayes ! C'est la meilleure prof de maths de tous les temps.

διοικώ, διευθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est Helen qui gère vraiment le bureau.

αντιμετωπίζω

(un problème, une situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χειρίζομαι, διαχειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle géra le projet jusqu'à la fin.

ελέγχω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le directeur gérait le comportement de ses employés.

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan n'arrivait pas à gérer et s'est donc fait virer.

διακυβέρνηση

(vieilli : action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαχειρίζομαι, αντιμετωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχειρίζομαι

verbe transitif (être responsable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle gérait les opérations de réseau.
Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου.

διευθύνω, διαχειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a géré (or: dirigé) son entreprise avec efficacité.
Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά.

διαχειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qui administre votre système informatique ?
Ποιος διαχειρίζεται το σύστημα των υπολογιστών;

διοικώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπό έλεγχο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω, διευθύνω

(une entreprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen dirige une entreprise de location d'outils à Birmingham.
Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ.

χρησιμοποιώ

(une entreprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gina dirige (or: gère) une boulangerie sans gluten en Californie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η λειτουργία του μηχανήματος κοστίζει πολλά.

διαχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'arrive pas à faire face au stress en ce moment.
Δεν μπορώ να διαχειριστώ όλο αυτό το άγχος τώρα.

δουλεύω, εργάζομαι

verbe transitif (une entreprise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emily vient de lancer une entreprise de marketing, qu'elle gère depuis sa chambre d'amis.
Η Έμιλι ξεκίνησε μια εταιρεία μάρκετινγκ και εργάζεται στο έξτρα υπνοδωμάτιό της.

ταβερνιάρης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής ξενοδοχείου

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nous avons été très impressionnés lorsque le gérant de l'hôtel nous a accompagnés jusqu'à notre chambre.

διευθυντής εστιατορίου, διευθύντρια εστιατορίου

nom masculin

αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια

nom masculin (εταιρεία)

διευθύνω, διοικώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma fille fait la vendeuse et moi, je suis le gérant.
Η κόρη μου δουλεύει ως βοηθός στο κατάστημα κι εγώ το διευθύνω.

(gestionnaire)

Pierre est le gérant de la station-service.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gérant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.