Τι σημαίνει το go around στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης go around στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του go around στο Αγγλικά.
Η λέξη go around στο Αγγλικά σημαίνει περιστρέφομαι, γυρίζω, φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλους, κυκλοφορώ, κάνω, κυκλοφορώ, πάω γύρω, περνάω γύρω, παρακάμπτω, περνάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης go around
περιστρέφομαι, γυρίζωphrasal verb, intransitive (rotate, revolve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The baby watched the top go round and laughed. Each of the beautifully painted horses became visible as the carousel went around. Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε. |
φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλουςphrasal verb, intransitive (be shared by all) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Do you think there'll be enough loaves and fishes to go around? Πιστεύεις ότι υπάρχουν αρκετά καρβέλια και ψάρια για να επαρκέσουν για όλους; Πιστεύεις ότι τα καρβέλια και τα ψάρια είναι επαρκή για όλους; |
κυκλοφορώphrasal verb, intransitive (illness: be transmitted) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There's a nasty strain of flu going around. Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη. |
κάνωphrasal verb, intransitive (be in a state habitually) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He goes around looking filthy. She goes about as if she owns the place. |
κυκλοφορώphrasal verb, intransitive (figurative, informal (circulate, spread) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There's a rumour going round that you're cheating on Tim. Κυκλοφορεί μια φήμη ότι απατάς τον Τιμ. |
πάω γύρω, περνάω γύρω(encircle, surround) (καθομιλουμένη) I had grown so fat that none of my belts would go around my waist. Είχα παχύνει τόσο πολύ που καμιά ζώνη δεν πέρναγε γύρω από τη μέση μου. |
παρακάμπτω(change path to avoid hitting [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The radio advised of heavy traffic downtown, so we went around the city instead. Στο ραδιόφωνο ανακοινώθηκε ότι έχει πολλή κίνηση κι έτσι παρακάμψαμε την πόλη. |
περνάωphrasal verb, intransitive (informal (pay a visit to [sb]) (καθομιλουμένη: από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll go round to your place when I'm done. Θα περάσω απ' το σπίτι σου όταν τελειώσω. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του go around στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του go around
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.