Τι σημαίνει το go back στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης go back στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του go back στο Αγγλικά.
Η λέξη go back στο Αγγλικά σημαίνει ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ, ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτ, πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσω, πάω πίσω, χρονολογούμαι από κτ, ξαναβλέπω, θυμάμαι, ξανακάνω, πηγαινοέρχομαι, αμφιταλαντεύομαι, επιστρέφω στο παρελθόν, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, δεν κρατάω το λόγο μου, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης go back
ξαναπάω, ξαναπηγαίνωphrasal verb, intransitive (return) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frank left his wallet at home and had to go back to get it. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει. |
ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ(return to: a place) I'd like to go back to Paris one day. Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα. |
επιστρέφω σε κτ(revert) Ted seems to have gone back to his bad habits of drinking and gambling. Ο Τεντ φαίνεται να επέστρεψε στις κακές συνήθειες του ποτού και του τζόγου. |
γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπphrasal verb, transitive, inseparable (return: to partner) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Ελένη ξαναγύρισε στον πρώην άντρα της. |
ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτverbal expression (revert to doing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sheila went back to using drugs. Η Σίλα ξανακύλησε στα ναρκωτικά. |
πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσωphrasal verb, intransitive (clock: move back an hour) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In the UK, the clocks go back by one hour at the end of British Summer Time. |
πάω πίσωphrasal verb, intransitive (be in the past) (στο παρελθόν) My grandmother's memories go back a long way. Οι αναμνήσεις της γιαγιάς μου πάνε πολύ πίσω. |
χρονολογούμαι από κτ(be in the past) That song goes back to the Second World War. Το τραγούδι αυτό είναι από τον 'Β Παγκόσμιο Πόλεμο. |
ξαναβλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (review, revise) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick is going over his notes to prepare for the exam. |
θυμάμαιphrasal verb, transitive, inseparable (events: recall) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police officer asked the witness to go back over what he had seen. |
ξανακάνωphrasal verb, transitive, inseparable (work: redo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher asked Rosa to go back over her essay and correct the spelling mistakes. |
πηγαινοέρχομαιverbal expression (move to and fro) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mario was having treatment for cancer and was going back and forth to hospital. |
αμφιταλαντεύομαιverbal expression (figurative (vacillate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ian was going back and forth about whether this was the right thing for him. |
επιστρέφω στο παρελθόνverbal expression (return to an earlier time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μουverbal expression (break your word) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I can't believe that you, my own brother, would go back on your promise to loan me the money. |
δεν κρατάω το λόγο μουverbal expression (not keep a promise) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice went back on her word to help me with the cooking. |
πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτιverbal expression (return to bed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When I saw it was raining outside I decided to go back to bed. |
κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλουverbal expression (figurative, informal (act without [sb]'s knowledge) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't go behind her back; if you think she's wrong, tell her directly. Μην κάνεις τίποτα πίσω από την πλάτη της· αν θεωρείς ότι κάνει λάθος, πες της το στα ίσια. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του go back στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του go back
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.