Τι σημαίνει το gostar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gostar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gostar στο πορτογαλικά.

Η λέξη gostar στο πορτογαλικά σημαίνει ερωτευμένος με κπ/κτ, μου αρέσει, μου αρέσει κτ, μου αρέσει να κάνω κτ, γουστάρω, λατρεύω, φτιάχνομαι με κτ, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά, μου αρέσει, μ' αρέσει, δε μου αρέσει, μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ, προτιμώ, μου αρέσει να κάνω κτ, μου αρέσει, μ' αρέσει, αρχίζω να συμπαθώ, που έχει αδυναμία σε κτ, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, θέλω, προτιμώ, ξενερώνω με κπ/κτ, μου αρέσει, μ' αρέσει, θέλω, του έξω, μου αρέσει κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gostar

ερωτευμένος με κπ/κτ

verbo transitivo

μου αρέσει

Πάντα μου άρεσε η μεγάλη ζωή.

μου αρέσει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου αρέσει να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os filhos de Simon gostam de ir ao zoológico.
Στα παιδιά του Σάιμον αρέσει να επισκέπτονται τον ζωολογικό κήπο.

γουστάρω

verbo transitivo (αργκό: μου αρέσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu gosto muito de música disco.

λατρεύω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu amo correr no parque quando o clima está quente.
Λατρεύω να τρέχω στο πάρκο όταν ο καιρός είναι ζεστός.

φτιάχνομαι με κτ

(αργκό)

Ele realmente gosta de ver os outros sofrerem.
Πραγματικά φτιάχνεται με το να βλέπει άλλους ανθρώπους να υποφέρουν.

διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι

(gíria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela gosta à beça de vídeos de animais falantes.

δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος

locução verbal (não ter afinidade a)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα.

κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μου αρέσει, μ' αρέσει

Eu gosto dele. Ele parece ser um cara legal.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τον συμπαθώ. Είναι καλό παιδί.

δε μου αρέσει

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
David não gosta do trabalho que tem e está procurando outro.
Του Ντέιβιντ δεν του αρέσει η δουλειά του και ψάχνει για κάποια άλλη.

μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ

(preferir acima de tudo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προτιμώ

(preferir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μου αρέσει να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu gosto de assistir rugby, mas nunca joguei.

μου αρέσει, μ' αρέσει

Ele gosta muito dela.
Τη γουστάρει στ' αλήθεια.

αρχίζω να συμπαθώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A garotinha se apegou ao seu novo cachorrinho.
Το μικρό κορίτσι άρχισε να συμπαθεί το καινούριο της κουταβάκι. Τώρα είναι αχώριστοι.

που έχει αδυναμία σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μου αρέσει, μ' αρέσει

Eu gosto daquela ideia. Vamos sugeri-la ao chefe.
Μ' αρέσει αυτή η ιδέα. Ας την προτείνουμε στο αφεντικό.

μου αρέσει, μ' αρέσει

Tu gostas de pizza?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Του αδερφού μου, δεν του αρέσει η πίτσα.

θέλω, προτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode fazer o que desejar até eu chegar em casa, depois vamos limpar a casa.
Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε.

ξενερώνω με κπ/κτ

expressão verbal (καθομιλουμέμη)

Eu costumava gostar muito dele, mas desde que soube de seus hábitos estranhos deixei de gostar.
Τον συμπαθούσα πολύ παλιότερα, απ' τη στιγμή όμως που άκουσα για τις περίεργες συνήθειές του ξενέρωσα τελείως μαζί του.

μου αρέσει, μ' αρέσει

(να κάνω κάτι)

Liz gosta de cozinhar comida tailandesa.
Στη Λιζ αρέσει να μαγειρεύει ταϊλανδέζικο φαγητό.

θέλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você quer jogar golfe hoje à tarde?
Θα σου έκανε κέφι ένας γύρος γκολφ το απόγευμα;

του έξω

locução verbal (ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Janine é um tipo de pessoa que gosta de estar ao ar livre; ela passa o dia todo ao ar livre se puder.

μου αρέσει κπ

(BRA, gíria) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está na cara pelo jeito que Liam olha para você que ele está a fim de você.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gostar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.