Τι σημαίνει το grains στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grains στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grains στο Αγγλικά.

Η λέξη grains στο Αγγλικά σημαίνει δημητριακά, σιτηρά, σπόρος, σπόρος, κόκκος, νερά, ψήγμα, κόκκος, grain, πάω κόντρα στο ρεύμα, είμαι ασυνήθιστος, αλκοόλ, πλοίο μεταφοράς σιτηρών, σιταποθήκη, κόκκος αλατιού, κόκκος άμμου, προϊόν σίτου, σόργο, με πολλά δημητριακά, με διάφορα δημητριακά, δεν παίρνω τοις μετρητοίς, ολικής αλέσεως, σιτάρι ολικής άλεσης, σιτάρι ολικής αλέσεως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grains

δημητριακά, σιτηρά

noun (US, uncountable (cereal crop: corn)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Grain production was low this year because of the drought.
Η παραγωγή δημητριακών ήταν χαμηλή φέτος εξαιτίας της ξηρασίας.

σπόρος

noun (US (cereal: seeds)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A mill grinds cereal grains into flour.
Ένας μύλος αλέθει τους σπόρους των δημητριακών για να γίνουν αλεύρι.

σπόρος

noun (US, countable (cereal: single seed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A grain of wheat can be planted to grow more wheat.
Ένας σπόρος σιτάρι μπορεί να φυτευτεί για να καλλιεργηθεί περισσότερο σιτάρι.

κόκκος

noun (countable (crystal: salt, sand, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sand is made of many tiny grains.
Η άμμος αποτελείται από πολλούς μικροσκοπικούς κόκκους.

νερά

noun (uncountable (wood: pattern of fibers) (μεταφορικά: του ξύλου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The wood grain in the oak table was beautiful.
Τα νερά του ξύλου στο τραπέζι από βελανιδιά ήταν όμορφα.

ψήγμα

noun (countable, figurative (tiny amount) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every myth has a grain of truth.
Κάθε μύθος έχει ένα ψήγμα αλήθειας.

κόκκος

noun (uncountable (coffee)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Espresso is made from very fine coffee grain.

grain

noun (countable (unit of weight) (συνήθως για όπλα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The diamond weighed five grains.

πάω κόντρα στο ρεύμα

verbal expression (figurative (be unconventional) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι ασυνήθιστος

verbal expression (figurative (be uncharacteristic)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Your acting dishonestly certainly goes against the grain.

αλκοόλ

noun (alcohol made by fermenting grain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Whisky is probably the most popular grain alcohol.

πλοίο μεταφοράς σιτηρών

noun (ship that transports grain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σιταποθήκη

noun (building where grain is stored)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Old grain elevators are a characteristic feature of the agricultural landscape in the wheat belt.

κόκκος αλατιού

noun (salt crystal) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sand was fine but not powdery, like grains of salt.

κόκκος άμμου

noun (sand particle)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
When you have a picnic on the beach, it's easy to get grains of sand in your food.

προϊόν σίτου

noun (foodstuff derived from cereal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σόργο

noun (variety of wheatgrass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με πολλά δημητριακά, με διάφορα δημητριακά

adjective (combining various cereals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm a fan of multi-grain breads--they taste better!

δεν παίρνω τοις μετρητοίς

verbal expression (figurative (be slightly skeptical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Steven's known to exaggerate: I'd take anything he says with a grain of salt.

ολικής αλέσεως

adjective (cereal: retaining bran and germ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alicia prefers wholegrain products as the husks provide fibre and other health benefits.

σιτάρι ολικής άλεσης, σιτάρι ολικής αλέσεως

noun (whole grain)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
All our bread is made using whole wheat.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grains στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.