Τι σημαίνει το graft στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης graft στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του graft στο Αγγλικά.

Η λέξη graft στο Αγγλικά σημαίνει τοποθετώ μόσχευμα, εγκεντρίζω, εμβολιάζω, μόσχευμα, μπόλι, διαφθορά, σκληρή δουλειά, μοχθώ, κοπιάζω, σκληρή δουλειά, δερματικό μόσχευμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης graft

τοποθετώ μόσχευμα

transitive verb (surgery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor had to graft healthy skin on the patient's burn wounds.
Ο γιατρός χρειάστηκε να τοποθετήσει μόσχευμα υγιούς δέρματος στα εγκαύματα του ασθενούς.

εγκεντρίζω, εμβολιάζω

transitive verb (plants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer grafted a plum branch into an apple tree.
Ο αγρότης μπόλιασε ένα κλαδί δαμασκηνιάς σε μια μηλιά.

μόσχευμα

noun (transplant of tissue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The surgeon used a graft to repair the patient's aorta.

μπόλι

noun (of a plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My pear tree has grafts of several other fruit trees in it.
Η αχλαδιά μου έχει μπόλια από διάφορα άλλα οπωροφόρα δέντρα.

διαφθορά

noun (corruption)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The government charged the politician with graft.

σκληρή δουλειά

noun (UK, informal (hard work)

Working on a building site is hard graft, and dangerous too.

μοχθώ, κοπιάζω

intransitive verb (UK, informal (work, effort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My dad spent forty years grafting to give his family a decent life.

σκληρή δουλειά

noun (UK, informal (hard work)

After forty-five years of hard graft, I intend to enjoy my retirement.

δερματικό μόσχευμα

noun (transplant of skin)

The firefighter was burned and needed a skin graft.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του graft στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.