Τι σημαίνει το grieve στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grieve στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grieve στο Αγγλικά.

Η λέξη grieve στο Αγγλικά σημαίνει πενθώ, θρηνώ, θρηνώ, θρηνώ για κπ/κτ, λυπάμαι που κάνω κτ, πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ, πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grieve

πενθώ, θρηνώ

intransitive verb (mourn a death)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The press should allow the dead woman's family time to grieve.
Ο τύπος θα έπρεπε να δώσει στην οικογένεια της αποθανούσης χρόνο για να πενθήσει.

θρηνώ

transitive verb (mourn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George is grieving the death of his beloved dog.
Ο Τζωρτζ πενθεί για τον θάνατο του αγαπημένου του σκύλου.

θρηνώ για κπ/κτ

(mourn [sb]'s death)

A year on, Fred is still grieving over the loss of his wife.

λυπάμαι που κάνω κτ

verbal expression (formal (cause [sb] sorrow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It grieves me to tell you this terrible news.
Λυπάμαι που πρέπει να σου πω αυτά τα φριχτά νέα.

πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (mourn the death of [sb])

I've been a widow for 10 years, but I still grieve for my husband.

πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (mourn the loss of [sth])

The couple are grieving for the loss of their child.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grieve στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.