Τι σημαίνει το suffer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης suffer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suffer στο Αγγλικά.

Η λέξη suffer στο Αγγλικά σημαίνει υποφέρω, πάσχω από κτ, πλήττομαι από κτ, υποφέρω για κτ, υποφέρω για κτ, υποφέρω, επιτρέπω, ανέχομαι, έχω παραισθήσεις, υποφέρω από απώλεια, πονάω, πονώ, υποφέρω, πονάω, πονώ, υποφέρω, υπομένω τις συνέπειες, δέχομαι επίθεση, κατατροπώνομαι, νικιέμαι, κατατροπώνομαι, δέχομαι σφοδρή επίθεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης suffer

υποφέρω

intransitive verb (undergo pain or hardship)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She suffered for years while married to him.
Υπέφερε για χρόνια όσο ήταν παντρεμένη μαζί του.

πάσχω από κτ

(be ill with)

He's suffered from diabetes all his life.
Όλη του τη ζωή έπασχε από διαβήτη.

πλήττομαι από κτ

(be adversely affected by)

This forest suffers from the effects of acid rain. It's always the poor who suffer most from unemployment.
Αυτό το δάσος επλήγη από τις συνέπειες της όξινης βροχής. Πάντα οι φτωχοί είναι αυτοί που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία.

υποφέρω για κτ

(endure pain for the sake of)

The athlete suffered for his pursuit of perfection.
Ο αθλητής υπέφερε για να πετύχει την τελειότητα.

υποφέρω για κτ

(be inconvenienced because of)

The painter suffered for his art.
Ο ζωγράφος υπέφερε για την τέχνη του.

υποφέρω

transitive verb (undergo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He suffered much hardship as a child.
Πέρασε πολλές κακουχίες όταν ήταν παιδί.

επιτρέπω

verbal expression (archaic (allow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She would not suffer him to plead his suit any further.

ανέχομαι

transitive verb (literary (tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will not suffer any more of this behaviour!

έχω παραισθήσεις

verbal expression (experience sensory illusions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People with schizophrenia may suffer from hallucinations.

υποφέρω από απώλεια

(be bereaved)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You'll understand how I feel when you suffer loss yourself.

πονάω, πονώ, υποφέρω

(endure physical discomfort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm suffering pain in all my joints, Doctor.

πονάω, πονώ, υποφέρω

(endure psychological torment) (ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He suffered much pain following the death of his wife.

υπομένω τις συνέπειες

verbal expression (endure what follows)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you choose to lie now, you'll suffer the consequences later.

δέχομαι επίθεση

verbal expression (informal (be beaten physically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατατροπώνομαι

verbal expression (figurative, informal (be defeated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The team took a bashing in today's match, losing 6-0.

νικιέμαι

verbal expression (informal (be defeated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατατροπώνομαι

verbal expression (figurative, informal (be defeated) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The prime minister's party took a kicking in the local elections.

δέχομαι σφοδρή επίθεση

verbal expression (figurative, informal (be heavily criticized) (λεκτική, φραστική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's taken a real kicking in the tabloids for his extra-marital affairs.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suffer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του suffer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.