Τι σημαίνει το hacking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hacking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hacking στο Αγγλικά.
Η λέξη hacking στο Αγγλικά σημαίνει ηλεκτρονική παρείσφρηση, ηλεκτρονική πειρατεία, δυνατός, βασανιστικός, δυνατός βήχας, κόβω, χακάρω, χακάρω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δημοσιογράφος της κακιάς ώρας, άσχετος, άχρηστος, γέρικο άλογο, άλογο, κούρσα με άλογο, ανήθικος, βήχω, περνάω ανοίγοντας δρόμο με τσεκούρι, σκαρφίζομαι, μηχανεύομαι, αντέχω, ξηρόβηχας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hacking
ηλεκτρονική παρείσφρηση, ηλεκτρονική πειρατείαnoun (computing: illegal access) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hacking probably isn't something you should write on your resume. |
δυνατός, βασανιστικόςadjective (cough: dry, rough) (βήχας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gretchen went to the doctor because she had a hacking cough. |
δυνατός βήχαςnoun (dry, rough coughing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The old woman's hacking kept everyone awake at night. |
κόβωtransitive verb (cut with an axe) (με μπαλτά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The butcher hacked the meat in the back while his wife managed the store in the front. Ο χασάπης έκοβε το κρέας στο πίσω μέρος ενώ η σύζυγός του κρατούσε το μαγαζί μπροστά. |
χακάρωtransitive verb (access without authorization) (ζαργκόν, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Someone hacked our servers last night. Κάποιος χάκαρε τους σέρβερ μας χτες βράδυ. |
χακάρωphrasal verb, transitive, inseparable (access illegally) (ζαργκόν, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was tried and convicted of hacking into the CIA central database. Δικάστηκε και καταδικάστηκε γιατί χάκαρε την κεντρική βάση δεδομένων της CIA. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (computing: alteration) Kyle developed an awesome hack for this program. |
δημοσιογράφος της κακιάς ώραςnoun (pejorative (inferior journalist) (καθομ, αποδοκιμασίας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tom's writing is terrible; he's a hack. Ο Τομ γράφει άθλια. Είναι ένας δημοσιογραφίσκος. |
άσχετος, άχρηστοςnoun (pejorative ([sb] amateurish) (μειωτικό) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) This salesman tried to sell a car to a homeless guy, what a hack. Αυτός ο πωλητής προσπάθησε να πουλήσει αυτοκίνητο σε άστεγο. Tι ερασιτέχνης! |
γέρικο άλογοnoun (worn out horse) |
άλογοnoun (UK (horse for hire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κούρσα με άλογοnoun (UK (horse ride) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανήθικοςnoun (pejorative ([sb] lacking integrity) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That guy is a political hack, just in it for the money and the power; he'd do anything to get votes. |
βήχωintransitive verb (cough) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Grandma was hacking so much that she was having trouble breathing. |
περνάω ανοίγοντας δρόμο με τσεκούρι(cut through jungle) (κατά λέξη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) We hacked through the jungle for hours. |
σκαρφίζομαι, μηχανεύομαιtransitive verb (informal, figurative (produce hastily, roughly) (ιδέα: γρήγορα, πρόχειρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The deadline was approaching fast, so Kelly just hacked something out and handed it in. |
αντέχωtransitive verb (cope, tolerate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan couldn't hack it, so he got fired. |
ξηρόβηχαςnoun (harsh spasmodic coughing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hacking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hacking
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.