Τι σημαίνει το hack στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hack στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hack στο Αγγλικά.

Η λέξη hack στο Αγγλικά σημαίνει κόβω, χακάρω, χακάρω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δημοσιογράφος της κακιάς ώρας, άσχετος, άχρηστος, γέρικο άλογο, άλογο, κούρσα με άλογο, ανήθικος, βήχω, περνάω ανοίγοντας δρόμο με τσεκούρι, σκαρφίζομαι, μηχανεύομαι, αντέχω, κόβω, δουλεύω, κόβω, παραβιάζω, πετσοκόβω, τσατίζω, νευριάζω, πετσοκόβω, λιανίζω, βγάζω βήχοντας, μετατρέπω/βελτιώνω πρόχειρα, μπαλώνω, κόβω, τα καταφέρνω, αντέχω, πριόνι, σιδεροπρίονο, κόλπο, κόλπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hack

κόβω

transitive verb (cut with an axe) (με μπαλτά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The butcher hacked the meat in the back while his wife managed the store in the front.
Ο χασάπης έκοβε το κρέας στο πίσω μέρος ενώ η σύζυγός του κρατούσε το μαγαζί μπροστά.

χακάρω

transitive verb (access without authorization) (ζαργκόν, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Someone hacked our servers last night.
Κάποιος χάκαρε τους σέρβερ μας χτες βράδυ.

χακάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (access illegally) (ζαργκόν, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was tried and convicted of hacking into the CIA central database.
Δικάστηκε και καταδικάστηκε γιατί χάκαρε την κεντρική βάση δεδομένων της CIA.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (computing: alteration)

Kyle developed an awesome hack for this program.

δημοσιογράφος της κακιάς ώρας

noun (pejorative (inferior journalist) (καθομ, αποδοκιμασίας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tom's writing is terrible; he's a hack.
Ο Τομ γράφει άθλια. Είναι ένας δημοσιογραφίσκος.

άσχετος, άχρηστος

noun (pejorative ([sb] amateurish) (μειωτικό)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
This salesman tried to sell a car to a homeless guy, what a hack.
Αυτός ο πωλητής προσπάθησε να πουλήσει αυτοκίνητο σε άστεγο. Tι ερασιτέχνης!

γέρικο άλογο

noun (worn out horse)

άλογο

noun (UK (horse for hire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κούρσα με άλογο

noun (UK (horse ride)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανήθικος

noun (pejorative ([sb] lacking integrity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That guy is a political hack, just in it for the money and the power; he'd do anything to get votes.

βήχω

intransitive verb (cough)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Grandma was hacking so much that she was having trouble breathing.

περνάω ανοίγοντας δρόμο με τσεκούρι

(cut through jungle) (κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We hacked through the jungle for hours.

σκαρφίζομαι, μηχανεύομαι

transitive verb (informal, figurative (produce hastily, roughly) (ιδέα: γρήγορα, πρόχειρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The deadline was approaching fast, so Kelly just hacked something out and handed it in.

αντέχω

transitive verb (cope, tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan couldn't hack it, so he got fired.

κόβω

(keep chopping at [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The loggers hacked away at the conifers.

δουλεύω

phrasal verb, intransitive (figurative (keep working)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We hacked away all night to get all the information we needed.

κόβω

phrasal verb, intransitive (figurative (decrease [sth] over time) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραβιάζω

phrasal verb, intransitive (computing: breach security) (σύστημα, υπολογιστή κ.λπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She hacked in and changed the information on his website.

πετσοκόβω

phrasal verb, transitive, separable (sever)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The polar explorer hacked off his gangrenous finger with a penknife.
Ο εξερευνητής πολικών περιοχών πετσόκοψε το δάχτυλο του που είχε γάγγραινα με έναν σουγιά.

τσατίζω, νευριάζω

phrasal verb, transitive, separable (slang (irritate, anger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The way he talks down to me really hacks me off!

πετσοκόβω, λιανίζω

phrasal verb, transitive, separable (cut up, chop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cook hacked up the meat into several pieces.

βγάζω βήχοντας

phrasal verb, transitive, separable (slang (bring up by coughing) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm so glad I've never smoked after seeing what he's just hacked up.

μετατρέπω/βελτιώνω πρόχειρα, μπαλώνω

phrasal verb, transitive, separable (computing: modify quickly) (Η/Υ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω

(remove [sth] by chopping)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob hacked away the ivy that was covering the wall.

τα καταφέρνω

verbal expression (informal (succeed at [sth] difficult)

αντέχω

verbal expression (informal (endure [sth], tolerate [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πριόνι, σιδεροπρίονο

noun (fine-toothed saw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rodney used a hacksaw to cut the wood.

κόλπο

noun (helpful tip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This site is full of handy life hacks, such as how to fold a shirt in under three seconds.

κόλπο

noun (informal (practical tip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hack στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.