Τι σημαίνει το have on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης have on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του have on στο Αγγλικά.

Η λέξη have on στο Αγγλικά σημαίνει φορώ, πειράζω κάποιον για κάτι, έχω πικρία, ελέγχω την αγορά, είμαι ερωτευμένος με κπ, έχω το μυαλό στο κεφάλι μου, κρατάω, κρατώ, έχω δέσμευση, έχω κπ στο χέρι, δεν έχω αποδείξεις, δεν μου κόβει, δεν είμαι ντυμένος, δεν πιάνω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω τίποτα μπροστά σε κπ/κτ, δεν έχω στοιχεία εναντίον, απεβίωσα, βάζω κτ στο μάτι, παρακολουθώ, σχεδιάζω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, έχω τα μυαλά μου στη θέση τους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης have on

φορώ

(be wearing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt had on a blue sweater and black pants.

πειράζω κάποιον για κάτι

phrasal verb, transitive, separable (informal (tease, try to fool)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
'I don't believe it!' exclaimed Harry. 'You're having me on!'

έχω πικρία

verbal expression (figurative (have a resentful attitude)

ελέγχω την αγορά

transitive verb (idiom (own enough of to control market) (ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I tried to have a corner on the silver market by buying low priced contracts, but I failed miserably.

είμαι ερωτευμένος με κπ

verbal expression (be attracted to: [sb])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Wendy had a crush on a boy in her class.

έχω το μυαλό στο κεφάλι μου

verbal expression (figurative (be sensible) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't mind him dating my daughter. That boy has a good head on his shoulders.

κρατάω, κρατώ

verbal expression (grasp firmly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally had a hold on the horse's reins.

έχω δέσμευση

verbal expression (account: be blocked)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Any check I deposit has a hold on it for 7 days.

έχω κπ στο χέρι

verbal expression (informal, figurative (exert control) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In New Jersey, Democrats have had a hold on the Senate seats for many years.

δεν έχω αποδείξεις

verbal expression (figurative (have no support for a claim, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν μου κόβει

verbal expression (Irish, informal (lack common sense) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν είμαι ντυμένος

verbal expression (informal (be naked)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't come in! I've got nothing on!

δεν πιάνω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω τίποτα μπροστά σε κπ/κτ

verbal expression (slang (be inferior) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard is lovely, but he's got nothing on his brother.
Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλός, αλλά δεν πιάνει μία μπροστά στον αδερφό του.

δεν έχω στοιχεία εναντίον

verbal expression (informal (have no evidence against) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police can't arrest me. They've got nothing on me!
Οι αστυνομικοί δεν μπορούν να με συλλάβουν. Δεν έχουν στοιχεία εναντίον μου!

απεβίωσα

verbal expression (euphemism (be dead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βάζω κτ στο μάτι

verbal expression (want) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've got my eye on a little yellow handbag I saw in a shop window.

παρακολουθώ

verbal expression (watch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've got my eye on you, young man. So behave!

σχεδιάζω

verbal expression (aim, intend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company has an eye on future expansion into overseas markets.

σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ

verbal expression (aim, intend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I keep working this job, but I have my eye on going back to college.

έχω τα μυαλά μου στη θέση τους

verbal expression (informal, figurative (be sensible, practical) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is best to have your head screwed on when dealing with money. I'm confident he'll make a wise decision; he's got his head screwed on right.
Είναι καλό να έχεις τα μυαλά στη θέση τους όταν έχεις να κάνεις με χρήματα. Είμαι σίγουρος ότι θα πάρει τη σωστή απόφαση. Έχει τα μυαλά του στη θέση τους.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του have on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.