Τι σημαίνει το have to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης have to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του have to στο Αγγλικά.

Η λέξη have to στο Αγγλικά σημαίνει πρέπει, πρέπει να λογοδοτήσω για κτ, έχω να κάνω με κτ, σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ, αφορώ, πρέπει να φύγω, πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ, πρέπει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης have to

πρέπει

auxiliary verb (be obliged to)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I have to finish my essay tonight. I have to get the train in 20 minutes.
Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά.

πρέπει να λογοδοτήσω για κτ

verbal expression (take blame)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come the next election, the Government will have to answer for its economic mistakes.

έχω να κάνω με κτ

verbal expression (involve)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Commission can investigate matters that have to do with members of police force.

σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ

verbal expression (be related)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Researchers have discovered that much of the risk of having ADHD has to do with genes.
Σύμφωνα με ερευνητές, το ΔΕΠ-Υ συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με τα γονίδια.

αφορώ

verbal expression (concern)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The last set of questions has to do with you and your household.
Η τελευταία ομάδα ερωτήσεων αφορά εσάς και το νοικοκυριό σας.

πρέπει να φύγω

intransitive verb (be obliged to leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's very late; I'll have to go.

πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ

verbal expression (informal (must credit, must concede [sth] to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have to hand it to the team: they may have lost their last ten matches, but they have never stopped trying!

πρέπει

auxiliary verb (I must, I am obliged to)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I have to go now, or I'll miss my train. I don't want to go but I have to.
Πρέπει να φύγω τώρα, διαφορετικά θα χάσω το τρένο μου. Δε θέλω να φύγω, αλλά πρέπει.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του have to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του have to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.