Τι σημαίνει το horrível στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης horrível στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του horrível στο πορτογαλικά.

Η λέξη horrível στο πορτογαλικά σημαίνει απαίσιος, άσχημος, απαίσιος, φρικτός, απαίσιος, άθλιος, άσχημος, δυσάρεστος, απαίσιος, αποκρουστικός, αηδιαστικός, αποκρουστικός, χάλια, απαίσιος, φρικτός, φοβερός, φοβερός, τρομερός, απαίσιος, φρικώδης, φρικιαστικός, φοβερός, φριχτός, τρομερός, μίζερος, μελαγχολικός, άθλιος, ελεεινός, απαίσιος, απαίσιος, άθλιος, απαίσιος, φρικτός, απαίσιος, φρικτός, άσχημος, φρικτός, απαίσιος, αποτρόπαιος, ειδεχθής, τρομερός, τρομακτικός, φοβερός, χάλι, τρομερός, τρομακτικός, φοβερός, απαίσιος, φριχτός, ασχημομούρης, φριχτός, απαίσιος, άθλιος, απαίσιος, ελεεινός, άθλιος, απερίγραπτος, ακατανόμαστος, φριχτός, φοβερός, φρικτός, απαίσιος, κακός καιρός, που δεν βλέπεται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης horrível

απαίσιος

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσχημος, απαίσιος

adjetivo (trágico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peter sofreu um acidente terrível e teve de ir para o hospital.
Ο Πήτερ είχε ένα φρικτό ατύχημα και έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο.

φρικτός, απαίσιος, άθλιος

adjetivo (desagradável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσχημος, δυσάρεστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαίσιος, αποκρουστικός

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jerry parecia horrível coberto de bolhas de queimadura do sol.
Ο Τζέρυ φαινόταν αποκρουστικός με τις φουσκάλες από το κάψιμο του ήλιου.

αηδιαστικός, αποκρουστικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χάλια

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Parece que está horrível lá fora.

απαίσιος, φρικτός, φοβερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Teve um acidente horrível (or: terrível) na estrada ontem.
Έγινε ένα φρικτό δυστύχημα στην εθνική οδό χτες.

φοβερός, τρομερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Teve uma tempestade terrível na noite em que Michelle chegou à cidade.
Είχε μια φοβερή καταιγίδα τη νύχτα που έφτασε στην πόλη η Μισέλ.

απαίσιος, φρικώδης, φρικιαστικός

adjetivo (φοβερός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φοβερός, φριχτός, τρομερός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A notícia do caso amoroso do político causou um escândalo horrível (or: terrível).
Τα νέα για την παράλληλη σχέση του πολιτικού προκάλεσαν φοβερό σκάνδαλο.

μίζερος, μελαγχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Já estou de saco cheio desse tempo horrível, queria que parasse de chover!
Με κούρασε αυτός ο άθλιος καιρός. Μακάρι να σταματούσε να βρέχει!

άθλιος, ελεεινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαίσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não consigo mais ver este filme. Ele é horrível!

απαίσιος, άθλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Richard precisou passar meses trabalhando num projeto abominável no trabalho.
Ο Ρίτσαρντ επί μήνες δούλευε ένα άθλιο πρότζεκτ στη δουλειά.

απαίσιος, φρικτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι στο κρεββάτι με μια απαίσια περίπτωση γρίπης. Τρίξι, είσαι φρικτό σκυλί.

απαίσιος, φρικτός

(objeto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O colar era hediondo, mas Jenny agradeceu a sogra dela e o aceitou.
Το κολιέ ήταν φρικτό, αλλά η Τζένη ευχαρίστησε την πεθερά της και το δέχτηκε.

άσχημος

(μεταφορικά: σοβαρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φρικτός, απαίσιος

(repugnante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η αποτροπιαστική επίθεση καταγράφηκε από μια κάμερα ασφαλείας.

αποτρόπαιος, ειδεχθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρομερός, τρομακτικός, φοβερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A cidade teve uma seca medonha este ano.
Η χώρα είχε τρομερή ξηρασία φέτος.

χάλι

(figurado, gíria, informal) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τι χάλι μελανιά είναι αυτή; Τι έγινε;

τρομερός, τρομακτικός, φοβερός, απαίσιος, φριχτός

adjetivo (agonizante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Foi uma experiência terrível e eu fiquei sem ir trabalhar por uma semana.
Ήταν μια τρομερή εμπειρία, και αναγκάστηκα να πάρω άδεια από τη δουλειά για μια εβδομάδα.

ασχημομούρης

(pejorativo: pessoa) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φριχτός, απαίσιος, άθλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O tempo esteve terrível a semana inteira.
Ο καιρός ήταν φριχτός (or: απαίσιος) όλη την εβδομάδα.

απαίσιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Algumas pessoas bateram palmas educadamente depois daquela performance horrorosa (or: horrível).
Λίγοι χειροκρότησαν από ευγένεια μετά την απαίσια παράσταση.

ελεεινός, άθλιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απερίγραπτος, ακατανόμαστος

(figurativo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φριχτός, φοβερός

adjetivo (grave) (ανυπόφορος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele sentia uma dor terrível.
Είχε φριχτούς (or: φοβερούς) πόνους.

φρικτός, απαίσιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακός καιρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που δεν βλέπεται

locução adjetiva (TV, filme) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του horrível στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.