Τι σημαίνει το idiota στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης idiota στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του idiota στο πορτογαλικά.
Η λέξη idiota στο πορτογαλικά σημαίνει βλάκας, βλακώδης, βλακώδης, ηλίθιος, ηλίθιος, ανόητος, χαζός, ηλίθιος, βλάκας, μαλάκας, σκατοκέφαλος, παπάρας, βλάκας, χαζούλης, βλάκας, βλάκας, χαζός, βλάκας, βλάκας, βλάκας, χαζός, ανόητος, μαλάκας, χαζός, χαϊβάνι, κουτορνίθι, βλάκας, στραβός, στρεβλός, χαζοβιόλης, δήθεν, βλαμμένος, καθυστερημένος, χάνος, βλάκας, ηλίθιος, βλάκας, σπασίκλας, φύτουκλας, βλάκας, ηλίθιος, βλάκας, βλάκας, μαλάκας, καριόλης, κόπανος, παλιομαλάκας, χοντρομαλάκας, σκατομαλάκας, σαχλός, μαλάκας, μαλάκω, βλάκας, αφελής, χαζός, μωρολόγος, ηλίθιος, χαζός, χαζοβιόλης, κουτός, χαζός, χαζοβιόλης, κουτός, βλάκας, χαζός, ηλίθιος, ανόητος, ανόητος, χαζός, βλάκας, κορόιδο, κότα, νούλα, μαμιόλης, μαμιόλα, ηλίθιος, παλιάτσος, ζώον, χαϊβάνι, χαζός, μπούφος, ζωντόβολο, ζώον, βλάκας, μαλάκας, λεχρίτης, σκατοκέφαλος, ανόητος, χαζός, χαζός, ανόητος, κρετίνος, κρετίνα, τούβλο, βλίτο, βούρλο, βλάκας, κόπανος, βλάκας, ζώον, βόδι, αργόστροφος, δείχνω γελοίος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης idiota
βλάκαςadjetivo (pessoa) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βλακώδηςadjetivo (ato, fala) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βλακώδης, ηλίθιοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ηλίθιος, ανόητος, χαζόςsubstantivo masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sim, eu sei quem é o presidente. Não sou idiota. Ναι, ξέρω ποιος είναι πρόεδρος. Δεν είμαι ηλίθιος (or:ανόητος). |
ηλίθιοςsubstantivo masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βλάκαςsubstantivo masculino (ofensivo: idiota) (προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) César gritou com o idiota no restaurante que trouxe o pedido errado para ele. Ο Σεθ έβαλε τις φωνές στον βλάκα στο εστιατόριο που του έφερε τη λάθος παραγγελία. |
μαλάκας, σκατοκέφαλος, παπάραςsubstantivo masculino (insulto) (ηλίθιος: αργκό, χυδαίο, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quem foi o idiota que bateu na minha caminhonete? |
βλάκας(gíria) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
χαζούλης(μειωτικό, ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βλάκαςsubstantivo masculino e feminino (καθομ, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
βλάκας(καθομιλουμένη, υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Αν του μιλήσεις για λίγα λεπτά, θα καταλάβεις ότι είναι απλά ένας ακόμη ηλίθιος. |
χαζός, βλάκαςsubstantivo masculino, substantivo feminino (gíria) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βλάκας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βλάκαςadjetivo (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαζός, ανόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαλάκαςsubstantivo masculino e feminino (ofensivo) (καθομιλουμένη, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαζόςadjetivo (estúpido) (καθομιλουμένη, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το να κλέβεις από το αφεντικό σου είναι ένα πολύ χαζό πράγμα. |
χαϊβάνι, κουτορνίθι(figurado, vulgar, gíria) (αργκό: βλάκας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βλάκαςsubstantivo masculino (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στραβός, στρεβλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαζοβιόληςadjetivo (ofensivo) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
δήθενadjetivo (gíria) |
βλαμμένος
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
καθυστερημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ned era um menino gentil, conhecido pelos outros moradores como um idiota. |
χάνοςsubstantivo masculino, substantivo feminino (μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βλάκας, ηλίθιοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βλάκαςadjetivo (καθομιλουμένη, υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ele é um idiota, tentando colar em um exame como aquele. Είναι τόσο βλαμμένος που προσπαθεί να αντιγράψει σε ενα τέτοιο διαγώνισμα. |
σπασίκλας, φύτουκλας(ofensivo) (αργκό προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Não acredito que ela saiu com aquele idiota (or: imbecil, or: babaca). Δεν το πιστεύω ότι βγήκε μ' αυτόν τον σπασίκλα! |
βλάκας, ηλίθιος(gíria) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βλάκαςsubstantivo masculino (ανεπίσημο, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βλάκαςsubstantivo masculino, substantivo feminino (gíria, pejorativo) (καθομ, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαλάκας, καριόλης, κόπανος(καθομιλουμένη, υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Depois de seu comportamento desprezível na festa, todos acharam que Marcos era um idiota (or: canalha). |
παλιομαλάκας, χοντρομαλάκας, σκατομαλάκαςsubstantivo masculino, substantivo feminino (gíria, pejorativo: pessoa) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Κάνε στην άκρη, παλιομαλάκα! |
σαχλός(informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαλάκας, μαλάκωsubstantivo masculino e feminino (υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Neil está sempre fazendo comentários ofensivos; ele é tão imbecil! |
βλάκας(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αφελής, χαζός(υποτιμητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μωρολόγος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ηλίθιος(gíria, pejorativo) (καθομ, μειωτικό) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
χαζός, χαζοβιόλης, κουτός(alguém infantil) (αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαζός, χαζοβιόλης, κουτός(alguém infantil) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βλάκας, χαζός, ηλίθιος, ανόητος(idiota) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανόητος, χαζός(BRA, gíria) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
βλάκας(BRA, informal, pejorativo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κορόιδο(informal) (προσβλητικό, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ele comprou o carro pelo preço integral? Ele é tão burro. Αγόρασε το αυτοκίνητο χωρίς έκπτωση; Είναι μεγάλο κορόιδο. |
κότα(μεταφορικά, πιθανά προσβλητικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Deixe de ser um fraco; é só um inseto! Μην είσαι κότα. Ένα έντομο είναι μόνο! |
νούλα(BRA, pejorativo: pessoa tola) (μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σκέτη νούλα ο τύπος! |
μαμιόλης, μαμιόλα(αργκό: αντί βρισιάς) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ηλίθιος(pejorativo; gíria) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Sai do meu caminho, seu burro! Φύγε από μπροστά μου, ηλίθιε! |
παλιάτσος(figurado: idiota) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζώον, χαϊβάνι(μειωτικό, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Irritada com o motorista que quase a fizera bater, Janie o chamou de boçal. Ενοχλημένη με τον οδηγό που παραλίγο να την κάνει να τρακάρει, η Ζανίν τον είπε ζώον. |
χαζός(μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μπούφος(ανεπίσημο, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζωντόβολο, ζώονsubstantivo masculino, substantivo feminino (gíria, pejorativo) (αργκό, προσβλητικό: χαζός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βλάκας(pejorativo) (ανόητο άτομο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαλάκας, λεχρίτης, σκατοκέφαλος(ofensivo) (προσβλητικό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανόητος, χαζόςsubstantivo masculino e feminino (pejorativo) (καθουμιλουμένη, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαζός, ανόητοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vários pedestres imbecis estavam andando para lá e para cá entre os carros. Μερικοί ανόητοι πεζοί περιφέρονταν πέρα δώθε ανάμεσα στα αυτοκίνητα. |
κρετίνος, κρετίναadjetivo (pejorativo) (καθομιλουμενη, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τούβλο, βλίτο, βούρλοsubstantivo masculino e feminino (gíria) (μτφ, αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βλάκας(δεν σκέφτεται) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Walter é um bobo por deixar sua namorada o tratar tão mal. Ο Γουόλτερ είναι κορόιδο που αφήνει την κοπέλα του να του φέρεται τόσο άσχημα. |
κόπανος, βλάκαςsubstantivo masculino (καθομ, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dan decidiu não ser amigo de Ben porque Ben é um estúpido. Ο Νταν αποφάσισε να μην είναι φίλος με τον Μπεν επειδή ο Μπεν ήταν βλάκας. |
ζώον, βόδι(μεταφορικά, προσβλητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Harry foi um grandíssimo idiota. |
αργόστροφος(informal, pejorativo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Por que você fez isso, seu imbecil? |
δείχνω γελοίοςexpressão (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του idiota στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του idiota
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.