Τι σημαίνει το impedir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης impedir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του impedir στο πορτογαλικά.

Η λέξη impedir στο πορτογαλικά σημαίνει αποτρέπω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, καθυστερώ, επιβραδύνω, αποκλείω, ανακόπτω, καθυστερώ, εμποδίζω, κλείνω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, αποκλείω, εμποδίζω, εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω, δένω τα χέρια, περιορίζω, εμποδίζω, καθυστερώ, επιβραδύνω, συγκρατώ, αποτρέπω, εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, εμποδίζω, εμποδίζω, καταπνίγω, απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, αποτρέπω, καθιστώ κτ απαγορευτικό, ανατρέπω, απαγορεύω την είσοδο, επιβραδύνω, παρακωλύω, βάζω φρένο σε κτ, εμποδίζω, παρεμποδίζω, καθυστερώ, παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ, κλειδώνω, κλειδώνω κπ έξω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης impedir

αποτρέπω

verbo transitivo (não permitir) (κπ από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O policial impediu-a de entrar no prédio.
Ο αστυνομικός την απέτρεψε από το να μπει στο κτίριο.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mesquinho colega de trabalho de Irene tentou ao máximo impedir o progresso dela no projeto.
Ο μικρόψυχος συνάδελφος της Άιριν έβαλε τα δυνατά του για να εμποδίσει την πρόοδο του πρότζεκτ της.

καθυστερώ, επιβραδύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A incompetência do gerente impedia o avanço do projeto.
Η ανικανότητα του μάνατζερ εμπόδιζε την πρόοδο του πρότζεκτ.

αποκλείω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακόπτω

verbo transitivo (não deixar acontecer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lesões impediram os sonhos de Ian de se tornar um grande jogador de futebol.
Ένας τραυματισμός σταμάτησε τα όνειρα του Ίαν να γίνει ένας κορυφαίος ποδοσφαιριστής.

καθυστερώ

(χρονικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbo transitivo (το δρόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tentou chegar em casa, mas policiais o impediram.
Προσπάθησε να φτάσει στο σπίτι του, αλλά οι αστυνομικοί του έκλεισαν το δρόμο.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O presidente apelou aos Republicanos para que parassem de impedir o avanço de projetos de lei para alavancar a economia.
Ο Πρόεδρος ζήτησε από τους Ρεπουμπλικάνους να σταματήσουν να παρεμποδίζουν την εξέλιξη των νομοσχεδίων για την ενίσχυση της οικονομίας.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O terreno acidentado impedia o progresso dos caminhantes.

εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O tempo ruim impediu nossos planos para um piquenique.

αποκλείω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O tempo ruim impediu seriamente o progresso no projeto.
Ο κακός καιρός εμπόδισε σημαντικά την πρόοδο του έργου.

εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Daniel estava atrasado para o trabalho porque a tempestade o impedia.
Ο Ντάνιελ άργησε στη δουλειά γιατί τον εμπόδισε η καταιγίδα.

δένω τα χέρια

verbo transitivo (fig.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιορίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω

verbo transitivo (κάποιον από το να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jogador de basquete impediu o oponente de marcar.
Ο μπασκετμπολίστας εμπόδισε τον αντίπαλό του να βάλει καλάθι.

καθυστερώ, επιβραδύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As algemas atrapalharam o prisioneiro em fuga e ele foi pego rapidamente.
Οι χειροπέδες επιβράδυναν τον δραπέτη και έτσι πιάστηκε γρήγορα.

συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molly queria fazer faculdade de teatro, mas sentia que seus pais a reprimiam porque esperavam que ela se tornasse médica.
Η Μόλι ήθελε να πάει στη δραματική σχολή αλλά ένιωθε ότι οι γονείς της την περιόριζαν γιατί περίμεναν ότι θα γινόταν γιατρός.

αποτρέπω

(evitar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A vasta maioria dos acidentes domésticos pode facilmente ser prevenida.
Η μεγάλη πλειοψηφία των οικιακών ατυχημάτων μπορεί εύκολα να αποτραπεί.

εμποδίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιορίζω, συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω

(figurativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω

(figurado) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταπνίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O bloqueio impediu o fornecimento de combustível e comida para a região.

απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A juíza proibiu Lewis de dirigir durante um ano.
Ο δικαστής απαγόρευσε στον Λούις να οδηγεί για έναν χρόνο.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(estorvar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω, αποτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθιστώ κτ απαγορευτικό

(επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανατρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαγορεύω την είσοδο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβραδύνω, παρακωλύω

(tornar mais lento, entravar) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω φρένο σε κτ

verbo transitivo (interromper o progresso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το πείσμα του δημάρχου έβαλε φρένο στις συνομιλίες.

εμποδίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρεμποδίζω, καθυστερώ

verbo transitivo (informal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O acidente de carro perto da rampa da rodovia obstruiu (or: impediu) o trânsito por várias horas.
Το αυτοκινητιστικό ατύχημα κοντά στον αυτοκινητόδρομο παρεμπόδισε την κυκλοφορία για αρκετές ώρες.

παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνω

(retardar o progresso de alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela quer ser uma atriz, mas a falta de talento está sendo um peso.
Θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά η έλλειψη ταλέντου την παρακωλύει (or: δυσχεραίνει).

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locução verbal (esportes)

δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι συνεχείς διακοπές εμπόδιζαν τον Άλβιν να κάνει τη δουλειά του.

κλειδώνω

(computação) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você digitar a senha errada três vezes, o site irá impedir o acesso.
Αν πληκτρολογήσεις τον μυστικό κωδικό τρεις φορές λάθος, ο ιστότοπος σε κλειδώνει.

κλειδώνω κπ έξω από κτ

(computação)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O sistema vai impedir o seu acesso ao site se você responder as perguntas de segurança incorretamente.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του impedir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.