Τι σημαίνει το inclinar-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inclinar-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inclinar-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη inclinar-se στο πορτογαλικά σημαίνει γέρνω, γέρνω, σκύβω, σκύβω, γέρνω, σκύβω, γέρνω, σκύβω πάνω από κτ/κπ, είμαι αποφασισμένος, κλίνω προς κπ/κτ, έχω κλίση, παίρνω κλίση, γέρνω, βαθαίνω, σκύβω, σκύβω, σκύβω, κρέμομαι, γίνομαι πιο φιλελεύθερος, γέρνω προς κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inclinar-se

γέρνω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A mesa estava inclinada e a caneta de Rachel não parava de rolar para fora.
Το τραπέζι έγερνε και το στυλό της Ρέητσελ συνεχώς έπεφτε κάτω.

γέρνω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os girassóis inclinaram-se ao vento.
Τα ηλιοτρόπια έγειραν στον αέρα.

σκύβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tenho de me inclinar para amarrar meus sapatos.
Πρέπει να σκύψω για να δέσω τα κορδόνια μου.

σκύβω, γέρνω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκύβω

verbo pronominal/reflexivo (για να ακούσω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γέρνω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Em Pisa, há uma famosa torre que se inclina para um lado.
Στην Πίζα υπάρχει ένας φημισμένος πύργος που γέρνει προς τη μία πλευρά.

σκύβω πάνω από κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sam inclinou-se na cerca para tentar alcançar a bola que tinha caído no jardim do vizinho.
Ο Σαμ έσκυψε πάνω από τον φράχτη για να προσπαθήσει να φτάσει την μπάλα που είχε πέσει στον κήπο του γείτονα.

είμαι αποφασισμένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κλίνω προς κπ/κτ

(figurativo) (μεταφορικά)

Na próxima eleição, ele está inclinado para os democratas.
Όσον αφορά τις επερχόμενες εκλογές, κλίνει προς τους Δημοκρατικούς.

έχω κλίση, παίρνω κλίση

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A terra inclinava-se levemente para longe da casa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο δρόμος παίρνει ξαφνικά απότομη κλίση, οπότε να οδηγείς προσεκτικά.

γέρνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βαθαίνω

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκύβω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
James deixou cair a caneta, por isso inclinou-se para pegá-la.
Έπεσε το στυλό του Τζέιμς κι έσκυψε για να το σηκώσει.

σκύβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Shawna curvou-se para pegar a caneta do chão.
Η Σόνα έσκυψε για να πιάσει το στυλό από το πάτωμα.

σκύβω

verbo pronominal/reflexivo (για λίγο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O teto era tão baixo que tive de me dobrar para entrar.
Η πόρτα στο κελάρι ήταν τόσο χαμηλή που έπρεπε να σκύψω για να μπω.

κρέμομαι

verbo pronominal/reflexivo (γλώσσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι πιο φιλελεύθερος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γέρνω προς κπ/κτ

expressão verbal (literal) (κυριολεκτικά)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inclinar-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.