Τι σημαίνει το Indian στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Indian στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Indian στο Αγγλικά.

Η λέξη Indian στο Αγγλικά σημαίνει Ινδός, Ινδή, Ινδιάνος, Ινδιάνα, ινδικός, ινδιάνικος, γηγενής, αυτόχθων, γηγενής, αυτόχθων, αγγλοϊνδικός, των αγγλοϊνδών, αγγλοϊνδικός, Αγγλοϊνδός, Αγγλοϊνδή, Αγγλοϊνδός, Αγγλοϊνδή, Ινδονήσιος, ινδονησιακός, Ινδονήσιος, ινδονησιακός, Επταετής Πόλεμος, αραβόσιτος, ινδική κάνναβις, σινική μελάνη, Ινδικός Ωκεανός, μικρό καλοκαιράκι, Bandicota bengalensis, από τις Δυτικές Ινδίες, άγριο ρύζι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Indian

Ινδός, Ινδή

noun (person from India)

Many Indians are vegetarian for religious reasons.
Πολλοί Ινδοί είναι χορτοφάγοι για θρησκευτικούς λόγους.

Ινδιάνος, Ινδιάνα

noun (Native American person)

Indians living on reservations may lack educational resources.
Οι Ινδιάνοι που ζουν σε καταυλισμούς ενδέχεται να έχουν έλλειψη σε εκπαιδευτικές υποδομές.

ινδικός

adjective (of or from India) (σχετικός με την Ινδία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Indian food is easy to make in large quantities.
Είναι εύκολο να παρασκευάσει κάποιος ινδικό φαγητό σε μεγάλες ποσότητες.

ινδιάνικος

adjective (Native American) (σχετικός με Ινδιάνους)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We saw a number of people selling Indian blankets beside the road.
Είδαμε κάποιους ανθρώπους να πουλούν Ινδιάνικες κουβέρτες δίπλα στον δρόμο.

γηγενής, αυτόχθων

adjective (relating to American Indians)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The American Indian exhibit at the museum was structured very well.
Η έκθεση των ερυθροδέρμων στο μουσείο ήταν πολύ καλά δομημένη.

γηγενής, αυτόχθων

noun (North American native)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mesa Verde is a park set at the former site of a tribe of American Indians in the south-west U.S.
Η Μέσα Βέρντε είναι ένα πάρκο που βρίσκεται στον παλιότερο τόπο μιας φυλής ερυθροδέρμων, στα νοτιοδυτικά των Η.Π.Α.

αγγλοϊνδικός

adjective (of England and India)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

των αγγλοϊνδών

adjective (of Anglo-Indians)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

αγγλοϊνδικός

adjective (word: from Indian language)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Αγγλοϊνδός, Αγγλοϊνδή

noun (person: mixed ancestry)

Αγγλοϊνδός, Αγγλοϊνδή

noun (English person in India)

Ινδονήσιος, ινδονησιακός

adjective (Indonesian: of the East Indies)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ινδονήσιος, ινδονησιακός

adjective (of or from eastern India)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Επταετής Πόλεμος

noun (18th-century war)

England took control of Quebec in the French and Indian War.

αραβόσιτος

noun (cereal: maize)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Multi-colored Indian Corn is often used in the fall for decorations.

ινδική κάνναβις

noun (cannabis plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σινική μελάνη

noun (black pigment for writing or drawing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Indian ink can be used for homemade tattoos by repeatedly stabbing the skin with a needle soaked in the ink.

Ινδικός Ωκεανός

noun (third-largest body of water)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Cocos Islands are in the eastern Indian Ocean.

μικρό καλοκαιράκι

noun (figurative (warm autumn) (μεταφορικά)

I can't believe I'm outside in short sleeves in October! This is really an Indian summer.

Bandicota bengalensis

noun (Indian bandicoot) (επίσημο: είδος τρωκτικού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

από τις Δυτικές Ινδίες

adjective (of or from the West Indies)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There's a large West Indian community in London.

άγριο ρύζι

noun (uncountable (grain of this grass)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Indian στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του Indian

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.