Τι σημαίνει το index finger στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης index finger στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του index finger στο Αγγλικά.

Η λέξη index finger στο Αγγλικά σημαίνει δείκτης, πίνακας περιεχομένων, κατάλογος, δείκτης, δείκτης, ευρετήριο, δείκτης, κατάλογος, δείκτης, δείκτης, δείκτης, φτιάχνω κατάλογο, δημιουργώ ευρετήριο για κτ, δείχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης index finger

δείκτης

noun (finger next to the thumb) (δάχτυλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Anna pointed to the diagram on the chalkboard with her index finger. He emphasized his point of view by stabbing his index finger in the air.

πίνακας περιεχομένων

noun (contents list of book)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Holly checked the book's index to find the chapter that she wanted to talk about.
Η Χόλυ τσέκαρε τον πίνακα περιεχομένων του βιβλίου για να βρει το κεφάλαιο για το οποίο ήθελε να μιλήσει.

κατάλογος

noun (ordered list)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ben checked the inventory against the index to see what they needed to restock.
Ο Μπεν σύγκρινε το απόθεμα με τον κατάλογο για να δει τι χρειάζεται να συμπληρώσουν.

δείκτης

noun (comparative scale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The economist used the cost of living index to compare the livability of different countries.
Ο οικονομολόγος χρησιμοποίησε τον δείκτη του κόστους ζωής για να συγκρίνει την κατοικησιμότητα διαφορετικών χωρών.

δείκτης

noun (forefinger)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Gary cut his index finger while he was trying to cook dinner.
Ο Γκάρυ έκοψε τον δείκτη του ενώ προσπαθούσε να φτιάξει βραδινό.

ευρετήριο

noun (data, computers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The server was down because of an error with the database index.

δείκτης

noun (formula, number)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jim learned about the refractive index today in his optics class.

κατάλογος

noun (list of censored items)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The censor had to check all the confiscated items against his index.

δείκτης

noun (exponent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The square root symbol had an index of 4 next to it.

δείκτης

noun (typographic symbol: pointing hand)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The index was used for hundreds of years to highlight important bits of information.

δείκτης

noun (indicator)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The temperature index showed that the boiler was overheating.

φτιάχνω κατάλογο

transitive verb (list contents of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Google indexes every website in the world every few weeks.

δημιουργώ ευρετήριο για κτ

transitive verb (put an index in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The writer indexed the book and submitted it to the printer.

δείχνω

transitive verb (indicate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cold weather indexes the arrival of fall.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του index finger στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.