Τι σημαίνει το inspirar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inspirar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inspirar στο πορτογαλικά.

Η λέξη inspirar στο πορτογαλικά σημαίνει παίρνω μια αναπνοή, παίρνω μια ανάσα, εισπνέω, εισπνέω, δίνω κίνητρο σε κπ, φυσώ, εμφυσώ, παίρνω βαθιές αναπνοές, εισπνέω, παίρνω μια βαθιά ανάσα, εμπνέομαι για κτ, εμπνέω, ενθουσιάζομαι με κτ, εμφυσώ, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, εμπνέω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, εμπνέω αυτοπεποίθηση, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, δημιουργώ υποψίες σε κπ, εμπνέω εμπιστοσύνη, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inspirar

παίρνω μια αναπνοή, παίρνω μια ανάσα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισπνέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Νιώθω έναν πόνο στο στήθος όταν εισπνέω απότομα.

εισπνέω

(παίρνω αναπνοή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω κίνητρο σε κπ

verbo transitivo (motivar alguém)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred tentou inspirar seus funcionários ao oferecer opções de ações.
Ο Φρεντ προσπαθούσε να δώσει κίνητρο στους υπαλλήλους του προσφέροντάς τους μετοχές στην εταιρεία.

φυσώ, εμφυσώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω βαθιές αναπνοές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισπνέω

verbo transitivo (formal, respirar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω μια βαθιά ανάσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lutando contra o medo do palco, o ator fechou os olhos e inspirou antes de sua cena.

εμπνέομαι για κτ

verbo transitivo (incitar ideia)

Kate usa música para inspirar seu trabalho artístico.
Η Κέιτ χρησιμοποιεί τη μουσική για να την εμπνέει για τα καλλιτεχνικά της έργα.

εμπνέω

verbo transitivo (orientação divina)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενθουσιάζομαι με κτ

A equipe de pesquisa está empolgada com a última descoberta.

εμφυσώ

(μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A escrita dela instilou nova vida ao assunto antigo.

εμψυχώνω, ενθαρρύνω

verbo transitivo (μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμπνέω κτ σε κπ

verbo transitivo (despertar algo)

O trabalho de Jeff inspirava muita confiança em suas habilidades dentre os gerentes e ele logo foi promovido.
Η δουλειά του Τζεφ ενέπνευσε στη διοίκηση μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες του και του έδωσαν προαγωγή σύντομα.

μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ

O professor tentou infundir as tabelas de multiplicação em seus alunos. Meus pais sempre me infundiram a importância de estudar muito.

εμπνέω αυτοπεποίθηση, εμψυχώνω, ενθαρρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δημιουργώ υποψίες σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπνέω εμπιστοσύνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ

verbo transitivo (motivar, dar exemplo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O sucesso da minha irmã nos negócios me inspirou a começar minha própria empresa.
Η επιτυχία της αδελφής μου στις επιχειρήσεις με ενέπνευσε να ξεκινήσω τη δική μου εταιρεία.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inspirar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.