Τι σημαίνει το instant στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης instant στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του instant στο Αγγλικά.

Η λέξη instant στο Αγγλικά σημαίνει στιγμή, άμεσος, στιγμιαίος, στιγμιαίος, κάνω αμέσως επιτυχία, στιγμιαία, στιγμιαία ευχαρίστηση, άμεση αναμετάδοση, άμεση αναμετάδοση, στιγμιαία αναμετάδοση, άμεση αναπαράσταση, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης instant

στιγμή

noun (moment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It felt like it was all over in an instant.
Ήταν σαν να τελειώσαν όλα σε μια στιγμή.

άμεσος, στιγμιαίος

adjective (immediate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their instant response was anger, but later they calmed down.
Η άμεση αντίδρασή τους ήταν ο θυμός, αλλά αργότερα ηρέμησαν.

στιγμιαίος

adjective (food, drink: prepared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Have you tried these instant noodles? They're good.
Έχεις δοκιμάσει εκείνα τα νούντλς στιγμής; Είναι ωραία.

κάνω αμέσως επιτυχία

verbal expression (be immediately popular)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The TV show proved to be an instant success.

στιγμιαία

adverb (very quickly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The phone rang and he answered it in an instant.

στιγμιαία ευχαρίστηση

noun (impatience for immediate pleasure)

άμεση αναμετάδοση

noun (television: immediate rebroadcast)

άμεση αναμετάδοση, στιγμιαία αναμετάδοση

noun (recording replayed this way)

άμεση αναπαράσταση

noun (US, informal, figurative (immediate reenactment)

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

adverb (immediately, without delay)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ralph! You'd better come here this instant or you're going to get a spanking! Stop that this instant!
Ραλφ! Έλα εδώ αμέσως (or: τώρα) αλλιώς θα σε δείρω! Σταμάτα αυτή την στιγμή!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του instant στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του instant

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.