Τι σημαίνει το tick στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tick στο Αγγλικά.
Η λέξη tick στο Αγγλικά σημαίνει τσιμπούρι, χτύπημα, χτυπάω, χτυπώ, τσεκάρω, τικάρω, νι, μικρή αυξομείωση τιμής, στιγμή, επιταγή, λογαριασμός, έλεγχος, τσεκάρω, επαληθεύω ότι/πως, ελέγχω, ελέγχω, επιλέγω, σημειώνω, ψάχνω, ελέγχω, καρό, απόδειξη, καρό, σαχ, μέσο ελέγχου, νι, ελέγχω, κάνω ντούκου, κάνω check, ελέγχω, περιορίζω, σταματώ, ελέγχω, περιορίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, παραδίδω, κάνω σαχ σε κτ, μαρκάρω, παραδίδω τις αποσκευές στο check-in, κάνω σαχ, κάνω ρουά, τικάρω, μαρκάρω, περνώ, τικάρω, τσεκάρω, μαλώνω, νευριάζω, εκνευρίζω, είμαι στο ρελαντί, πηγαίνω πρίμα, κουτί, κάνω κλικ σε κπ, μεταδιδόμενος από κρότωνες, χτύπος, χτυπάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tick
τσιμπούριnoun (blood-sucking arachnid) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ticks carry nasty diseases, so you have to be careful how you remove them. Τα τσιμπούρια μεταφέρουν άσχημες ασθένειες, για αυτό πρέπει να προσέχεις πώς τα αφαιρείς. |
χτύπημαnoun (clock: clicking sound) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The room was silent apart from the tick of the clock. Στο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία πέρα από το χτύπημα του ρολογιού. |
χτυπάω, χτυπώintransitive verb (clock: make clicking sound) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The clock ticked, marking the passage of time. Το ρολόι χτυπούσε σηματοδοτώντας το πέρασμα του χρόνου. |
τσεκάρω, τικάρωtransitive verb (UK (put a check mark next to [sth]) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Read through the questions and tick the answers you think are correct. |
νιnoun (UK (check mark: list item, correct answer) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Put a tick next to the option that best applies to you. |
μικρή αυξομείωση τιμήςnoun (stock: small price change) (οικονομία: χρηματιστήριο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The tick is normally 0.01% of the value of the trading unit. Το ελάχιστο μέγεθος μεταβολής τιμών είναι, συνήθως, το 0,01% της αξίας της μονάδας διαπραγμάτευσης. |
στιγμήnoun (UK, informal (instant, moment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sorry to keep you waiting; I'll be with you in a tick. |
επιταγήnoun (order for bank to pay) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'm going to pay the bill with a check. The winner will receive a cheque for 1 million euros. Θα πληρώσω τον λογαριασμό με τσεκ. Ο νικητής θα λάβει τσεκ 1 εκατομμυρίου ευρώ. |
λογαριασμόςnoun (US (restaurant, hotel: amount owed) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The diners asked for the check. Οι πελάτες του εστιατορίου ζήτησαν τον λογαριασμό. |
έλεγχοςnoun (inspection, test) (επιθεώρηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The technician is going to perform a check on the car. Ο μηχανικός θα κάνει έναν έλεγχο στο αυτοκίνητο. |
τσεκάρωtransitive verb (with object: verify [sth]) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Always check the date on any dairy products which you're about to buy. Πάντα να τσεκάρεις την ημερομηνία λήξης στα γαλακτοκομικά προϊόντα που αγοράζεις. |
επαληθεύω ότι/πωςtransitive verb (with clause: verify) (αν θεωρώ ότι ισχύει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please check that the balance of my account is at least four hundred dollars. Παρακαλώ επαληθεύστε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι τουλάχιστον τετρακόσια δολάρια. |
ελέγχωtransitive verb (examine, inspect [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The airport staff checked my hand luggage. Το προσωπικό του αεροδρομίου έλεγξε τη χειραποσκευή μου. |
ελέγχωtransitive verb (test [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mechanic is going to check the transmission. Ο μηχανικός πρόκειται να ελέγξει το κιβώτιο ταχυτήτων. |
επιλέγω, σημειώνωtransitive verb (US (mark [sth] with a tick) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Check the box that says "I accept". |
ψάχνωtransitive verb (look inside [sth]) (κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "I can't find my keys." "Have you checked your pockets?" «Δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.» «Έχεις ψάξει στις τσέπες σου;» |
ελέγχωtransitive verb (check progress, state of [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) How often do you check your e-mail? Πόσο συχνά τσεκάρεις τα e-mail σου; |
καρόadjective (pattern: checkered) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) He was wearing a blue check shirt and large horn-rimmed glasses. |
απόδειξηnoun (US (ticket, token) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The partygoers received a check for their coats. |
καρόnoun (pattern with squares) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The skirt was covered in checks. |
σαχnoun (chess move) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The chess player put his opponent in check. |
μέσο ελέγχουnoun (person, thing that restrains) (με γενική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The U.S. Congress acts as a check on the president. |
νιnoun (check mark against list item, correct answer, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ελέγχωintransitive verb (investigate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I don't know if I locked the door - would you check? |
κάνω ντούκου, κάνω checkintransitive verb (poker) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Are you going to bet or check? |
ελέγχω, περιορίζωtransitive verb (restrain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boxer needs to check his aggression. |
σταματώtransitive verb (halt, stop) (γρήγορα, απότομα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The defenders checked the onslaught by the attackers. |
ελέγχω, περιορίζωtransitive verb (control) (μειώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Try to check the flow of water by turning the valve. |
εμποδίζω, παρεμποδίζωtransitive verb (impede) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The rough terrain checked the progress of the hikers. |
παραδίδωtransitive verb (deposit [sth] in safety) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guests can check their coats at the door. Οι επισκέπτες μπορούν να παραδώσουν τα παλτό τους στην είσοδο. |
κάνω σαχ σε κτtransitive verb (chess piece: put in check) (σκάκι: απειλώ τον βασιλιά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My opponent moved his knight and I realised he had checked my king. |
μαρκάρωtransitive verb (US, Can (hockey: block player) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Never check another hockey player from behind because it could cause a serious spinal injury. |
παραδίδω τις αποσκευές στο check-intransitive verb (baggage: hand in) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We just had enough time to check our bags and run to the gate when we arrived at the airport. |
κάνω σαχ, κάνω ρουάtransitive verb (chess opponent: put in check) (σκάκι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In two moves, Kasparov will check the challenger. |
τικάρω, μαρκάρωphrasal verb, transitive, separable (US (mark checklist item with a tick) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνώphrasal verb, intransitive (time: pass) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The minutes were ticking away, and Peter still had no idea what to do. |
τικάρω, τσεκάρωphrasal verb, transitive, separable (UK (check off: mark checklist item) (καθομιλουμένη, προφορικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella ticked off the tasks on her list as she did them. |
μαλώνωphrasal verb, transitive, separable (UK, informal (reprimand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boss ticked Linda off for being late. Το αφεντικό την είπε στη Λίντα επειδή άργησε. |
νευριάζω, εκνευρίζωphrasal verb, transitive, separable (US, informal (irritate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The new airline regulations really ticked me off. Οι νέοι αεροπορικοί κανονισμοί με εκνεύρισαν πραγματικά. |
είμαι στο ρελαντίphrasal verb, intransitive (engine: run in neutral) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίνω πρίμαphrasal verb, intransitive (figurative (run without problems) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κουτίnoun (US (square for marking with a tick) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Only half of the check boxes on my "to do" list are checked. |
κάνω κλικ σε κπverbal expression (figurative, informal (motivate, inspire [sb]) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I want to know what inspires you; what makes you tick. |
μεταδιδόμενος από κρότωνεςadjective (carried by bloodsucking parasite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lyme disease is one of the most serious tick-borne diseases. |
χτύποςnoun (sound of a ticking clock) (ήχος ρολογιού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χτυπάωintransitive verb (clock: tick) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tick
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.