Τι σημαίνει το intrometer-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης intrometer-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intrometer-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη intrometer-se στο πορτογαλικά σημαίνει επεμβαίνω, παρεμβαίνω, παρεμβαίνω, εισβάλλω, δίνω συμβουλή χωρίς να μου ζητηθεί, μπαίνω με τη βία, ανακατεύομαι, πετάγομαι, εισβάλλω, εισβάλλω σε κτ, διακόπτω, πετάγομαι, πετάγομαι σε κτ, χώνομαι σε κτ, ανακατεύομαι σε κτ, χώνομαι, ανακατεύομαι, παρεμβαίνω, παρεμβαίνω, ανακατεύομαι, μπαίνω ανάμεσα, επεμβαίνω, κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις, θέλω να ξέρω τα πάντα για κτ, ρωτάω πολλά για κτ, χώνω τη μύτη μου σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης intrometer-se

επεμβαίνω, παρεμβαίνω

(intrometer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mike interferiu quando o filho estava jogando futebol americano e foi banido de assistir aos jogos.
Ο Μάικ επενέβη όταν ο γιος του έπαιζε ποδόσφαιρο και του απαγορεύτηκε να παραβρίσκεται στους αγώνες του.

παρεμβαίνω, εισβάλλω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω συμβουλή χωρίς να μου ζητηθεί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπαίνω με τη βία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακατεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάγομαι

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, pare de se intrometer. Você terá sua chance de falar.
Σε παρακαλώ σταμάτα να πετάγεσαι. Θα έρθει η σειρά σου να μιλήσεις.

εισβάλλω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισβάλλω σε κτ

διακόπτω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάγομαι

verbo pronominal/reflexivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάγομαι σε κτ, χώνομαι σε κτ

verbo pronominal/reflexivo (καθομιλουμένη)

ανακατεύομαι σε κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μην ανακατεύεσαι στη φιλονικία τους· θα το μετανιώσεις αν το κάνεις.

χώνομαι

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O pai de Robert sempre se mete em sua vida privada.

ανακατεύομαι, παρεμβαίνω

(συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μιλούσαμε για τον γάμο όταν πετάχτηκε ο αδελφός σου.

παρεμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακατεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαίνω ανάμεσα

(μεταφορικά)

Είμαστε τόσο καλές φίλες, που τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας.

επεμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η μέλλουσα πεθερά της Τέρυ επενέβη και ανέλαβε ολόκληρη τη διοργάνωση του γάμου.

κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O chefe de Tim sempre quis saber o que ele fazia fora do trabalho, estava sempre bisbilhotando e ele odiava isso.
Το αφεντικό του Τιμ ήθελε να ξέρει όλα όσα έκανε ο Τιμ εκτός δουλειάς. Γινόταν πάντα αδιάκριτος και ο Τιμ το μισούσε αυτό.

θέλω να ξέρω τα πάντα για κτ, ρωτάω πολλά για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wendy odiava o jeito que sua mãe sempre bisbilhotava sua vida amorosa. É mal-educado bisbilhotar a vida alheia.
Η Γουέντυ μισούσε τον τρόπο με τον οποίο η μητέρα της πάντα έχωνε τη μύτη της στην ερωτική της ζωή. Είναι αγενές να χώνεις τη μύτη σου στις ξένες υποθέσεις.

χώνω τη μύτη μου σε κτ

(figurado) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu estou de saco cheio de você metendo o bedelho onde não é chamado.
Βαρέθηκα να σε βλέπω να χώνεις τη μύτη σου σε πράγματα που δεν σε αφορούν!

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intrometer-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.