Τι σημαίνει το investigar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης investigar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του investigar στο πορτογαλικά.
Η λέξη investigar στο πορτογαλικά σημαίνει ερευνώ, διερευνώ, ερευνώ, μελετώ, διαβάζω, ερευνώ, τσεκάρω, ψάχνω, ερευνώ, ρίχνω μια ματιά, ερευνώ, ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά, εξετάζω, ερευνώ, ανακρίνω, ερευνώ, εξερευνώ τα βάθη, χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, ψάχνω αδιάκριτα σε ξένη ιδιοκτησία, ερευνώ, ερευνώ, ελέγχω, κατασκοπεύω, σκαλίζω για κτ, οργώνω, χτενίζω, σκαλίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης investigar
ερευνώ(desvendar crime) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No romance, um assassinato é cometido e Hercule Poirot é mandado para investigar. Στο μυθιστόρημα, διαπράττεται ένα φόνος και στέλνουν τον Ηρακλή Πουαρώ να κάνει έρευνα. |
διερευνώverbo transitivo (crime: descobrir verdade) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A polícia investigava as alegações contra o político. Η αστυνομία διερεύνησε τους ισχυρισμούς κατά του πολιτικού. |
ερευνώverbo transitivo (descobrir alguma coisa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben foi investigar o porquê de seu amigo não ter vindo ao trabalho hoje. Ο Μπεν πήγε να ερευνήσει γιατί ο φίλος του δεν ήρθε στη δουλειά σήμερα. |
μελετώ, διαβάζω, ερευνώ(estudar, pesquisar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσεκάρωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ερευνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O detetive investigou o assassinato. Recebemos sua reclamação e investigaremos. Ο ντετέκτιβ ερεύνησε τον φόνο. |
ρίχνω μια ματιά(investigar algo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν ξέρω και πολλά από μηχανές αλλά θα ρίξω μια ματιά. |
ερευνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O detetive investigou a pista. Ο αστυνομικός ερεύνησε τα στοιχεία. |
ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά
|
εξετάζω, ερευνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A jornalista investigou a evidência para produzir sua história. Η δημοσιογράφος εξέτασε τα στοιχεία για να χτίσει το ρεπορτάζ της. |
ανακρίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os investigadores inquiriram Nathan por horas, tentando descobrir o que ele sabia. Οι ερευνητές ανέκριναν τον Νέιθαν για ώρες, προσπαθώντας να δουν τι ήξερε. |
ερευνώverbo transitivo (perguntar sobre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O FBI investigou o assassinato da jovem mulher. |
εξερευνώ τα βάθη(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις(assuntos alheios) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψάχνω αδιάκριτα σε ξένη ιδιοκτησία(a propriedade de outrem) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερευνώ(investigar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O policial pesquisará a ficha do suspeito. Η αστυνομία θα ερευνήσει το ιστορικό του υπόπτου. |
ερευνώ, ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ερευνούμε πτήσεις με έκπτωση για Λονδίνο. |
κατασκοπεύω(fazer espionagem em) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκαλίζω για κτ(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ) |
οργώνω, χτενίζωverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οργώσαμε (or: χτενίσαμε) τη γειτονιά, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τον σκύλο. |
σκαλίζω(figurado) (μεταφορικά: κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O detetive começou a escavar o passado do suspeito. Ο ντετέκτιβ άρχισε να σκαλίζει το παρελθόν του υπόπτου. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του investigar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του investigar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.