Τι σημαίνει το investir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης investir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του investir στο πορτογαλικά.

Η λέξη investir στο πορτογαλικά σημαίνει επενδύω κτ σε κτ, επενδύω σε κτ, επενδύω σε κτ, επενδύω σε κτ, επενδύω πολλά σε κτ, επενδύω, επενδύω κτ σε κτ, αφιερώνω κτ σε κτ, χρηματοδοτώ, ρίχνω, χρηματοδοτώ, αναθέτω κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ, χιμώ, χυμώ, ορμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι, σκοτώνω, ξεκινώ, αναχωρώ, επενδύω, ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ, επενδύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης investir

επενδύω κτ σε κτ

verbo transitivo

Lisa investiu dez mil libras no empreendimento de seu irmão.
Η Λίζα επένδυσε 10.000 λίρες στην επιχειρηματική προσπάθεια του αδελφού της.

επενδύω σε κτ

(figurado, comprar, gastar com algo)

Laura investiu em uma nova casa e carro após sua promoção. Eu devo investir em algumas roupas quentes antes do inverno chegar.
Η Λώρα επένδυσε σε ένα νέο σπίτι και ένα νέο αυτοκίνητο μετά την προαγωγή της. Πρέπει να επενδύσω σε μερικά καλά και ζεστά ρούχα πριν έρθει ο χειμώνας.

επενδύω σε κτ

verbo transitivo (destinar dinheiro, arriscar dinheiro)

Vou pedir ao meu pai para investir no meu negócio, já que não posso pedir um empréstimo ao banco.
Θα ζητήσω από τον πατέρα μου να επενδύσει στην επιχείρησή μου γιατί δε μπορώ να πάρω δάνειο από την τράπεζα.

επενδύω σε κτ, επενδύω πολλά σε κτ

(figurado, envolver-se emocionalmente) (μεταφορικά)

Ela realmente investiu naquele relacionamento. É uma pena que tenham terminado.
Πραγματικά επένδυσε σε εκείνη τη σχέση. Κρίμα που χώρισαν.

επενδύω

verbo transitivo (devotar tempo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gerente investiu muito dinheiro tentando desenvolver seus empregados.
Ο μάνατζερ επένδυσε πολύ χρόνο προσπαθώντας να αναπτύξει τις δεξιότητες των υπαλλήλων του.

επενδύω κτ σε κτ, αφιερώνω κτ σε κτ

verbo transitivo (devotar tempo a algo)

Eu investi muito tempo neste negócio.
Αφιέρωσα πολύ χρόνο σε αυτήν τη δουλειά.

χρηματοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

(dinheiro: investir ricamente em) (μεταφορικά: κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele investiu todo o dinheiro dele na reforma da casa.
Έριξε όλα του τα χρήματα στην ανακαίνιση του σπιτιού.

χρηματοδοτώ

verbo transitivo (financiar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vou investir no seu novo empreendimento.

αναθέτω κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ

verbo transitivo (autoridade)

δίνω κτ σε κπ

verbo transitivo (autoridade)

χιμώ, χυμώ, ορμώ

(corpo: pular para a frente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela pulou de repente, agarrando meu pescoço.

εφορμώ, επιτίθεμαι

(atacante: atirar-se com ímpeto) (άνθρωπος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os Apaches investiram no campo enquanto estávamos dormindo.
Οι Απάτσι εφόρμησαν στον καταυλισμό ενώ κοιμόμασταν.

σκοτώνω

verbo transitivo (informal) (για έντομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ, αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επενδύω

(dinheiro, economias)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Parecia um bom negócio, por isso Ben investiu seu pé-de-meia.
Φαινόταν καλή ευκαιρία και έτσι ο Μπεν επένδυσε τις αποταμιεύσεις όλης του της ζωής.

ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ

επενδύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του investir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.