Τι σημαίνει το joue στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης joue στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του joue στο Γαλλικά.

Η λέξη joue στο Γαλλικά σημαίνει μάγουλο, παίζω, τζογάρω, στοιχηματίζω, παίζω, παρουσιάζω, παίζω, παίζω, παίζω σιγανά, φλερτάρω, παίζω, ενσαρκώνω, παίζω, δίνω παράσταση, παίζω, εκτελώ, προβάλλω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω τυχερά παιχνίδια, παίζω, ρίχνω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, παίζω στοίχημα, στοιχηματίζω, ποντάρω, χαστούκι, σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, άπαιχτος, άπαικτος, κουλτουριάρικος, κολλητά, Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι, τέλεια, ωραία, καταπληκτικά, Μπράβο!, Μπράβο!, Συγχαρητήρια!, μπάντα με αυτοσχέδια μουσικά όργανα, γυρίζω το άλλο μάγουλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης joue

μάγουλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les joues de Zelda rougirent de gêne.
Τα μάγουλα της Ζέλντα κοκκίνισαν από ντροπή.

παίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les enfants jouent.
Τα παιδιά παίζουν.

τζογάρω, στοιχηματίζω

verbe intransitif (Jeux d'argent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρουσιάζω

verbe transitif (un spectacle, musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont joué un sketch pour amuser le public.
Παρουσίασαν ένα σκετς για να διασκεδάσουν τον κόσμο.

παίζω

verbe transitif (ρόλος, θέατρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward et Diana ont joué la première scène de la pièce. // Durant la formation, on a demandé aux employés de travailler en binôme et de jouer des scénarios courants de la vie en entreprise.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Έντουαρντ και η Ντιάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου.

παίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le réalisateur a refait jouer la scène aux acteurs avec une intensité légèrement différente.

παίζω σιγανά

verbe transitif (d'un instrument)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φλερτάρω

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω, ενσαρκώνω

verbe transitif (ρόλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La troupe de théâtre jouait une pièce de Shakespeare.
Η θεατρική ομάδα ανέβασε ένα από τα έργα του Σαίξπηρ.

παίζω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les enfants ont passé l'après-midi à jouer.
Τα παιδιά πέρασαν το απόγευμά τους παίζοντας.

δίνω παράσταση

(acteur, musicien, ...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le comédien joue trois soirs par semaine.
Ο κωμικός δίνει παράσταση τρεις βραδιές την εβδομάδα.

παίζω

verbe transitif (Musique : un morceau)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joue-nous une autre sonate de Beethoven.
Παίξε άλλη μια σονάτα του Μπετόβεν.

εκτελώ

verbe transitif (Musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour jouer ce passage tel qu'il est écrit, tu dois jouer la trille très rapidement.
Για να παίξεις εκείνο το κομμάτι όπως είναι γραμμένο, πρέπει να παίξεις με τα δάκτυλα την τρίλια πολύ γρήγορα.

προβάλλω

(Théâtre, Cinéma)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils jouent "Salomé" au théâtre en ce moment.
Το τοπικό σινεμά παίζει τη «Σαλώμη».

παίζω

(Théâtre, Cinéma : un rôle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qui veut jouer Lady MacBeth ?
Ποιος θέλει να ερμηνεύσει το ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ;

παίζω

verbe intransitif (Jeu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est à ton tour de jouer.
Είναι σειρά σου να παίξεις.

παίζω

verbe intransitif (prendre part à un jeu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous aussi on veut jouer.
Θέλουμε και εμείς να παίξουμε.

παίζω τυχερά παιχνίδια

verbe intransitif (jeu d'argent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les mineurs n'ont pas le droit de jouer.

παίζω

verbe intransitif (instrument de musique)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il adore le violon. Il en joue toute la journée.

ρίχνω

verbe transitif (Billard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est à ton tour de jouer. Essaie de rentrer la boule 7.

παίζω

verbe intransitif (Théâtre)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom a commencé à jouer dans des pièces de théâtre à l'âge de douze ans.

παίζω

verbe intransitif (Musique) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le groupe de mon frère joue à Londres ce soir.

παίζω

verbe transitif (Théâtre : une pièce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous jouons Hamlet prochainement.

παίζω

(une pièce, un film)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils jouent « En attendant Godot » toute la semaine.

παίζω

verbe transitif (Théâtre, Cinéma) (θέατρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La troupe va jouer quelques scènes de Shakespeare.
Ο θίασος θα παίξει μερικές σκηνές του Σαίξπηρ.

παίζω

verbe transitif (Théâtre : un rôle) (μτφ: ρόλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a été le premier Américain à jouer Hamlet sur scène.

παίζω

verbe transitif (avec un instrument à vent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le flûtiste joua une douce mélodie.

παίζω στοίχημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parier, c'est gaspiller son argent.
Είναι σπατάλη χρημάτων να παίζει κανείς στοίχημα.

στοιχηματίζω, ποντάρω

verbe transitif (de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαστούκι

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stephen a soigneusement visé et s'est préparé à tirer.
Ο Στίβεν στόχευσε (or: σημάδεψε) προσεκτικά κι ετοιμάστηκε να πυροβολήσει.

άπαιχτος, άπαικτος

(έργο: απαρουσίαστο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουλτουριάρικος

(personne : péjoratif) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κολλητά

(figuré)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι

(proverbe : intention de se venger) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τέλεια, ωραία, καταπληκτικά

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Μπράβο!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Μπράβο!, Συγχαρητήρια!

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μπάντα με αυτοσχέδια μουσικά όργανα

nom masculin (Musique)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυρίζω το άλλο μάγουλο

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle était extrêmement impolie mais j'ai décidé de tendre l'autre joue.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του joue στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του joue

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.