Τι σημαίνει το junto στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης junto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του junto στο πορτογαλικά.

Η λέξη junto στο πορτογαλικά σημαίνει μαζί, μαζί, μαζί, συνολικά, όλοι μαζί, περιεχόμενο που εσωκλείεται, μαζί, μαζί, πάρκο, που είναι κοντά, Δίπλα!, Πάμε!, Μαζί!, με, παράκτια, παρακτίως, σε συνδυασμό με, συνδυαστικά, δίπλα, όλα, δίπλα σε, σε συνδυασμό, συμβαδίζω, κοιμάμαι μαζί, συζώ, διατηρώ/αποθηκεύω μαζί, παίρνω κπ/κτ μαζί μου, στο πλάι, κατά μήκος, μαζί με, συμβαδίζω, συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ, τα έχω με κπ, πάω με τα νερά κπ, μαζί με, μένω δίπλα, ένα βήμα πριν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης junto

μαζί

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fomos juntos ao teatro.
Πήγαμε μαζί στο θέατρο.

μαζί

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Temos a família toda junta.
Έχουμε μαζί μας όλη την οικογένεια.

μαζί

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela reuniu as flores juntas num ramo.
Έβαλε όλα τα λουλούδια μαζί σε ένα μάτσο.

συνολικά

advérbio (no total)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Juntos, os números somavam dez.
Συνολικά οι αριθμοί είχαν άθροισμα δέκα.

όλοι μαζί

advérbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Os alunos responderam juntos.
Οι μαθητές απάντησαν όλοι μαζί.

περιεχόμενο που εσωκλείεται

adjetivo (abreviatura para o termo em inglês)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζί

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quando Joe vai às compras, a sua irmã gosta de ir junto também.
Όταν ο Τζο πηγαίνει στα μαγαζιά, θέλει κι η αδερφή του να πηγαίνει μαζί.

μαζί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Αυτή η κοπέλα έχει περισσότερο μυαλό από όλα τα αδέρφια της μαζί.

πάρκο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Almoçamos juntos.

που είναι κοντά

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Δίπλα!, Πάμε!, Μαζί!

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Laura gritou para seu cachorro, "Spot, junto!".
Η Λάουρα φώναξε στον σκύλο της, «Σποτ δίπλα».

με

Ela trabalhou com as comunidades para melhorar os serviços locais.

παράκτια, παρακτίως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε συνδυασμό με, συνδυαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tomates junto com chilis são o que dá sabor a este molho.
Οι ντομάτες σε συνδυασμό με τις πιπεριές τσίλι είναι που δίνουν στη σάλτσα τη γεύση της.

δίπλα

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλα

substantivo masculino (informal: tudo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίπλα σε

locução prepositiva (perto,ao lado de)

Eu mantenho uma lanterna ao lado (or: junto) da minha cama.
Κρατάω ένα φακό δίπλα (or: πλάι) στο κρεβάτι μου.

σε συνδυασμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβαδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιμάμαι μαζί

expressão (figurado, eufemismo, fazer sexo) (ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συζώ

(coabitar) (ζευγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διατηρώ/αποθηκεύω μαζί

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αποθηκεύω όλα τα παπούτσια μου μαζί σε ένα ντουλάπι στο δωμάτιό μου.

παίρνω κπ/κτ μαζί μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο πλάι

locução prepositiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Fomos caminhando junto à estrada até encontrar um posto. Enquanto andava junto a estrada, Anna encontrou um anel de ouro.

κατά μήκος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Havia salgueiros ao longo de toda a margem do rio.
Υπήρχαν ιτιές κατά μήκος της όχθης του ποταμού.

μαζί με

locução prepositiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vicky foi à boate junto com sua amiga Cheryl.
Η Βίκη πήγε στο νυχτερινό κέντρο μαζί με τη φίλη της τη Σέριλ.

συμβαδίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα έχω με κπ

(informal, encontro romântico) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por que não saímos juntos em um encontro de verdade?
Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν;

πάω με τα νερά κπ

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαζί με

Katie vai junto com Nora.
Η Κέιτι θα πάει μαζί με τη Νόρα.

μένω δίπλα

(σε κπ)

Ela mandou seu cachorro seguir junto.
Πρόσταξε τον σκύλο της να μείνει δίπλα της.

ένα βήμα πριν

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela estava perto da histeria quando nós finalmente chegamos lá. O projeto está perto de ser completado.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ήταν στα πρόθυρα της υστερίας όταν επιτέλους φτάσαμε.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του junto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.