Τι σημαίνει το kick off στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης kick off στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του kick off στο Αγγλικά.

Η λέξη kick off στο Αγγλικά σημαίνει ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ανάβω, φουντώνω, ανάβω, φουντώνω, τσαντίζομαι με κπ, θυμώνω με κτ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, σέντρα, εκκίνηση, αρχή, έναρξη, kickoff. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης kick off

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

phrasal verb, intransitive (ball game: start play)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The game will kick off at noon on Sunday.
Ο αγώνας θα ξεκινήσει το Σάββατο στις 12 το μεσημέρι.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (begin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The festivities will kick off this afternoon.
Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα.

ανάβω, φουντώνω

phrasal verb, intransitive (UK, figurative, slang (argument, fight: begin) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Things kicked off when James accused Carl of stealing from him.
Ολα ξεκίνησαν όταν ο Τζέιμς κατηγόρησε τον Κάρλ ότι τον είχε κλέψει.

ανάβω, φουντώνω

phrasal verb, intransitive (UK, figurative, slang (person: become argumentative) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ian kicked off when he realized he wasn't going to get his own way.
Ο Ίαν άναψε, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα περνούσε το δικό του.

τσαντίζομαι με κπ, θυμώνω με κτ

verbal expression (UK, figurative, slang (become angry with) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My ex kicked off at me when I said he couldn't keep borrowing my car whenever he liked after we split up.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (begin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They are going to kick off the new season with a big party.
Θα ξεκινήσουν τη νέα σεζόν μ' ένα μεγάλο πάρτι.

σέντρα

noun (soccer, football: first kick) (ποδόσφαιρο, πρώτη μπαλιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκκίνηση, αρχή, έναρξη

noun (informal, figurative (start, beginning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

kickoff

noun (American football: first play of half) (ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
At the kickoff, the home team took control of the field.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του kick off στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.