Τι σημαίνει το kick στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης kick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του kick στο Αγγλικά.
Η λέξη kick στο Αγγλικά σημαίνει κλωτσάω, κλωτσιά, κλωτσιά, κλότσημα, λάκτισμα, επίδραση, δύναμη, ισχύς, φτιάχνομαι, πωρώνομαι, πώρωση, σουτ, κλωτσάω, σουτάρω, αλλάζω ταχύτητα, σουτάρω, κείτομαι άσκοπα, περιπλανιέμαι άσκοπα, αντιστέκομαι, αντιδρώ, συζητάω, κακομεταχειρίζομαι, εκμεταλλεύομαι, χαλαρώνω, κλωτσάω, κλωτσώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αρχίζω να επιδρώ, τσοντάρω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ανάβω, φουντώνω, ανάβω, φουντώνω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αποβάλλω, ρίχνω, σηκώνω, προκαλώ, ψαλιδάκι, κόρνερ, κάνω dropkick, τρόπος κολύμβησης με τα πόδια ίσια, ελεύθερο χτύπημα, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, επαναφορά άουτ, σκίζω, ξεσκίζω, σκίζω, κάνω kick down, kick down, προσβολή, χαλαρώνω, τσαντίζομαι με κπ, θυμώνω με κτ, τα τινάζω, τα κακαρώνω, κόβω την κακή συνήθεια, περνάω καλά, τα βάζω με τον εαυτό μου, τα βάζω με τον εαυτό μου για κτ, βάζω μπρος, κάνω κτ να ανακάμψει, ώθηση, kickoff, μανιβέλα, καταλύτης, πέναλτι, κλωτσιά μπαλιάς από σταθερό σημείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης kick
κλωτσάωtransitive verb (strike with foot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The object is to kick the ball into the net. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λάκτισε την μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου. |
κλωτσιάnoun (foot thrust) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jessica's kick sent the ball flying into the goal. Η κλωτσιά της Τζέσικα έστειλε την μπάλα στο τέρμα. |
κλωτσιάnoun (ability to kick) (ικανότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That mule has a mean kick. Αυτό το μουλάρι έχει γερό πόδι. |
κλότσημα, λάκτισμαnoun (gun recoil) (όπλου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The kick of the rifle nearly broke his shoulder. Το κλότσημα (or: λάκτισμα) του τουφεκιού σχεδόν του έσπασε τον ώμο. |
επίδρασηnoun (effect: alcohol, caffeine) (από αλκοόλ, καφέ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That brandy has quite a kick. Αυτό το μπράντι είναι αρκετά δυνατό. |
δύναμη, ισχύςnoun (vigor) (σθένος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This car's lost all its kick. Αυτό το αυτοκίνητο έχασε όλη του τη δύναμη (or: ισχύ). |
φτιάχνομαι, πωρώνομαιnoun (slang (thrill) (αργκό, μτφ: διέγερση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I get my kicks from road racing. He gets a kick out of watching their reactions Φτιάχνομαι (or: Πωρώνομαι) με τους αγώνες ταχύτητας. Φτιάχνεται όταν παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους. |
πώρωσηnoun (slang (current interest) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She's been on a car racing kick lately. Τελευταία έχει πώρωση με τους αγώνες ταχύτητας. |
σουτnoun (football: kicking) (ποδόσφαιρο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) He was awarded a free kick. Κέρδισε ένα ελεύθερο σουτ (or: λάκτισμα). |
κλωτσάωintransitive verb (informal (recoil) (όπλο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As soon as he pressed the trigger the assault rifle began to kick. Μόλις πάτησε τη σκανδάλη, το τουφέκι άρχισε να κλωτσάει. |
σουτάρωintransitive verb (thrust with foot) (ποδόσφαιρο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He can kick accurately with either foot. Μπορεί να σουτάρει με ακρίβεια και με τα δύο πόδια. |
αλλάζω ταχύτηταtransitive verb (informal (auto: change gear) (αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He kicked the car into third gear. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έβαλε πρώτη και ξεκίνησε στην ανηφόρα. |
σουτάρωtransitive verb (football: attempt a goal) (για γκολ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He kicked three penalties in the game. Σούταρε τρία πέναλτι κατά τη διάρκεια του αγώνα. |
κείτομαι άσκοπαphrasal verb, intransitive (be unused, be neglected) |
περιπλανιέμαι άσκοπαphrasal verb, intransitive (wander, roam) |
αντιστέκομαι, αντιδρώphrasal verb, transitive, inseparable (rebel against or resist) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jesse has always had a tendency to kick against authority. |
συζητάωphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (consider, debate: an idea) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κακομεταχειρίζομαι, εκμεταλλεύομαιphrasal verb, transitive, separable (mistreat, abuse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαλαρώνωphrasal verb, intransitive (slang (relax) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After work, Mary just wanted to kick back and enjoy a glass of wine. |
κλωτσάω, κλωτσώphrasal verb, intransitive (gun: recoil) (μεταφορικά: όπλο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Smith fired and the rifle kicked back. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>phrasal verb, transitive, separable (slang (profit: share as bribe) After taking their cut, the two men kicked the money back to corrupt government officials. |
αρχίζω να επιδρώphrasal verb, intransitive (slang (begin to take effect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The effects of the tranquilizer should begin to kick in within a few minutes. |
τσοντάρωphrasal verb, transitive, separable (US, informal (contribute; money) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're asking everyone to kick in $5 towards the boss's gift. Ζητάμε σε όλους να τσοντάρουν 5 δολάρια για το δώρο του αφεντικού. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωphrasal verb, intransitive (ball game: start play) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The game will kick off at noon on Sunday. Ο αγώνας θα ξεκινήσει το Σάββατο στις 12 το μεσημέρι. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωphrasal verb, intransitive (figurative, slang (begin) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The festivities will kick off this afternoon. Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα. |
ανάβω, φουντώνωphrasal verb, intransitive (UK, figurative, slang (argument, fight: begin) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Things kicked off when James accused Carl of stealing from him. Ολα ξεκίνησαν όταν ο Τζέιμς κατηγόρησε τον Κάρλ ότι τον είχε κλέψει. |
ανάβω, φουντώνωphrasal verb, intransitive (UK, figurative, slang (person: become argumentative) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ian kicked off when he realized he wasn't going to get his own way. Ο Ίαν άναψε, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα περνούσε το δικό του. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωphrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (begin) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They are going to kick off the new season with a big party. Θα ξεκινήσουν τη νέα σεζόν μ' ένα μεγάλο πάρτι. |
αποβάλλωphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (expel or eject) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher kicked me out of class for refusing to turn off my iPod. Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου. |
ρίχνωphrasal verb, transitive, separable (knock over with the foot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liam accidentally kicked over a plant pot. |
σηκώνωphrasal verb, transitive, separable (lift or stir up with one's foot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ran along the beach kicking up the sand as I went. Έτρεχα στην παραλία σηκώνοντας άμμο καθώς προχωρούσα. |
προκαλώphrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (instigate, provoke) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He kicked up a fuss because the driver wouldn't let him on the bus. Προκάλεσε αναστάτωση γιατί ο οδηγός δεν τον άφηνε να μείνει στο λεωφορείο. |
ψαλιδάκιnoun (soccer move) (ποδόσφαιρο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κόρνερnoun (football: free kick from corner) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Zidane takes a corner. |
κάνω dropkicktransitive verb (sports: do a drop kick) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρόπος κολύμβησης με τα πόδια ίσιαnoun (swimming: kick with straight legs) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The flutter kick can be used when swimming on your back. |
ελεύθερο χτύπημαnoun (sport: kick awarded after a foul) (αθλητικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διασκεδάζω, ευχαριστιέμαιverbal expression (slang (enjoy, take pleasure in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She gets a kick out of watching talking animal videos. |
επαναφορά άουτnoun (soccer) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σκίζωverbal expression (slang, vulgar, figurative (be great or formidable) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) These brownies kick ass, they are so delicious! Αυτά τα κεκάκια σοκολάτας σκίζουν, είναι πεντανόστιμα! |
ξεσκίζωverbal expression (slang, vulgar (defeat [sb] utterly) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I thought I could beat him but he kicked my ass. Νόμιζα πως μπορούσα να τον νικήσω αλλά μ' έκανε σκόνη. |
σκίζωverbal expression (US informal (succeed) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The soccer team has been practicing every day, so they're going to kick butt in the tournament! |
κάνω kick down(vehicle: lower gear) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
kick downnoun (chiefly UK (vehicle: device to lower gear) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
προσβολήnoun (UK, figurative, informal (insult, rejection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαλαρώνωverbal expression (US informal (relax) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm not busy; I'm just kicking it with Jim. |
τσαντίζομαι με κπ, θυμώνω με κτverbal expression (UK, figurative, slang (become angry with) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My ex kicked off at me when I said he couldn't keep borrowing my car whenever he liked after we split up. |
τα τινάζω, τα κακαρώνωverbal expression (slang, figurative (die) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Did you hear that her grandfather kicked the bucket? |
κόβω την κακή συνήθειαverbal expression (informal (quit smoking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Some smokers use hypnosis to try and kick the habit. |
περνάω καλάverbal expression (figurative, informal (have a good time) |
τα βάζω με τον εαυτό μουtransitive verb and reflexive pronoun (informal, figurative (regret [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tania realized that Audrey was right and has been kicking herself ever since. |
τα βάζω με τον εαυτό μου για κτverbal expression (informal, figurative (regret [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He kicked himself for not remembering to pack his torch. |
βάζω μπροςtransitive verb (motorcycle: start up) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κτ να ανακάμψειtransitive verb (figurative (prompt, boost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ώθησηnoun (figurative (prompt, boost) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
kickoffnoun (American football: first play of half) (ξενικό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) At the kickoff, the home team took control of the field. |
μανιβέλαnoun (device to start an engine) (σε μοτοσυκλέτα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταλύτηςnoun (figurative (catalyst to [sth]) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πέναλτιnoun (soccer: free kick awarded after a foul) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The referee awarded a penalty kick after the defender pushed the ball away with his hand. |
κλωτσιά μπαλιάς από σταθερό σημείοnoun (ball kicked from stationary position) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του kick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του kick
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.