Τι σημαίνει το lamentar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lamentar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lamentar στο πορτογαλικά.
Η λέξη lamentar στο πορτογαλικά σημαίνει θρηνώ, πενθώ, κλαίω γοερά, θρηνώ, πενθώ, θρηνώ, πενθώ, μετανοώ, λυπάμαι, μετανιώνω για κτ που έκανα, θρηνώ, πενθώ, μου λείπει κτ, θρηνώ, μιλώ βογκώντας, μετανιώνω, θρηνώ, θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, μετανιώνω για κτ, φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι, μετανιώνω, θρηνώ, πενθώ, θρηνώ για κπ/κτ, κλαίω για κπ/κτ, κλαίω για κτ/κπ, οδύρομαι, κλαίω, παραπονιέμαι, θρηνώ, μοιρολογώ, κλαίγομαι, θρηνώ, πενθώ, δεν μετανιώνω για τίποτα, τα βάζω με τον εαυτό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lamentar
θρηνώ, πενθώverbo transitivo (a morte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θρηνούμε τον θάνατο του πατέρα Smith, του ιερέα μας. |
κλαίω γοερά(chorar depressivamente) As mulheres se lamentavam e batiam em seus peitos no funeral. Οι γυναίκες θρηνούσαν και χτυπούσαν τα στήθη τους στην κηδεία. |
θρηνώ, πενθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Toda a nação lamentou quando o presidente foi assassinado. Ολόκληρο το έθνος πενθούσε μετά την δολοφονία του προέδρου. |
θρηνώ, πενθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λυπάμαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu lamento que não possamos emitir um reembolso. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να εκδώσουμε επιστροφή χρημάτων. |
μετανιώνω για κτ που έκαναverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O criminoso lamentou o envolvimento no assassinato. |
θρηνώverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os alunos lamentaram o fim do verão. |
πενθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A esposa de Jack morreu ano passado e ele tem lamentado desde então. Η σύζυγος του Τζακ πέθανε πέρσι και από τότε έχει μαραζώσει. |
μου λείπει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os cachorros estão lamentando por seu dono, que morreu três dias atrás. Τα σκυλιά πενθούν για τον ιδιοκτήτη τους που πέθανε πριν από τρεις μέρες. |
θρηνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todos nós lamentamos a morte do nosso falecido colega. |
μιλώ βογκώνταςverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετανιώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Θα μετανιώσεις για την απόφασή σου να την αφήσεις. |
θρηνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο διευθυντής λυπήθηκε για την απουσία σου από την σύσκεψη. |
μετανιώνω για κτ
Assim que eu eu disse as palavras, me arrependi de meu tom duro. Μόλις ξεστόμισα τα λόγια, μετάνιωσα για τον σκληρό τόνο μου. |
φοβάμαι πως, φοβάμαι ότιverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Receio não ter feito um bom trabalho ontem. Lamento ter que ir. |
μετανιώνω(που έκανα κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cathy arrependeu-se de machucar os sentimentos do amigo dela. Η Κάθι μετάνιωσε που πλήγωσε τα αισθήματα του φίλου της. |
θρηνώ, πενθώ(για κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Toda a família está de luto pela Júlia, que morreu semana passada. Ολόκληρη η οικογένεια πενθεί για την Τζούλη που πέθανε την περασμένη εβδομάδα. |
θρηνώ για κπ/κτ
|
κλαίω για κπ/κτ
|
κλαίω για κτ/κπ
|
οδύρομαι(κλαίω γοερά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κλαίω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não adianta chorar por causa de uma situação que você não pode mudar. Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις. |
παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θρηνώ, μοιρολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As mulheres se juntaram no funeral para lamentar-se. Οι γυναίκες μαζεύτηκαν στην κηδεία για να θρηνήσουν (or: μοιρολογήσουν). |
κλαίγομαι(ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θρηνώ, πενθώ(για κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Karen ainda estava de luto pela morte de sua mãe quando sua melhor amiga morreu. Η Κάρεν ακόμη πενθούσε τη μητέρα της όταν πέθανε η καλύτερή της φίλη. |
δεν μετανιώνω για τίποταlocução verbal (não sentir remorso) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα βάζω με τον εαυτό μουverbo pronominal/reflexivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lamentar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του lamentar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.