Τι σημαίνει το leer στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leer στο ισπανικά.

Η λέξη leer στο ισπανικά σημαίνει διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, μελετάω, μελετώ, διαβάζω, διαβάζω, παίρνω τις μετρήσεις, συμπεραίνω, εκλαμβάνω, κάνω δημόσια ανάγνωση, αποθηκεύω, γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, ανάγνωση, διαβάζω, μελετώ, επανεξετάζω, διαβάζω για κτ/κπ, διαβάζω, ευανάγνωστος, δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω, καθηλωτικός, συναρπαστικός, απρόθυμος να διαβάσει, που δεν τον έχουν γυρίσει, τηλεπάθεια, γυαλιά ανάγνωσης, κοιτάω πίσω από τις λέξεις, διαβάζω με ευκολία, λέω το μέλλον, διαβάζω τη σκέψη κάποιου, διαβάζω στα γρήγορα, διαβάζω τα χείλη, μελετώ, διαβάζω λάθος, διαβάζω δυνατά, λέω τα φύλλα του τσαγιού, καταλαβαίνω κάτι από κάτι, μελετάω, μελετώ, διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιά, διαβάζω δυνατά, διαβάζω με ευκολία, ρίχνω μια ματιά σε κτ, διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ, απρόθυμος να διαβάσει, ξαναδιαβάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leer

διαβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo leo el periódico todos los días.
Διαβάζω εφημερίδα καθημερινά.

διαβάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella lee todas las noches antes de dormir.
Διαβάζει κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο.

διαβάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi abuela no sabe leer.
Η γιαγιά μου δεν ξέρει να διαβάζει.

διαβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella nos leyó el chiste.
Μας διάβασε το ανέκδοτο.

διαβάζω, μελετάω, μελετώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En cuanto a lo que filosofía se refiere, yo prefiero leer en vez de asistir a clases.

διαβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él sabe leer ruso.

διαβάζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella leyó el cielo, buscando presagios de tormenta.

παίρνω τις μετρήσεις

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El proveedor de electricidad manda a alguien a leer el medidor todos los años.

συμπεραίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No estoy seguro de inferir el mismo significado que tú de sus comentarios.

εκλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo interpreto el artículo como una crítica al gobierno. ¿Vos qué opinás?
Αυτό το άρθρο το εκλαμβάνω ως αρνητική κριτική προς την κυβέρνηση. Εσύ τι νομίζεις;

κάνω δημόσια ανάγνωση

(públicamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποθηκεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escáner te permite leer los datos de forma fácil y exacta.

γραφή, ανάγνωση και αριθμητική

(fam)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando vas a la escuela primaria, te tienes que concentrar en leer, escribir, y sumar.

ανάγνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La lectura ocupaba todo su tiempo, siempre que la ves tiene la nariz metida en un libro.

διαβάζω, μελετώ, επανεξετάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, dale un vistazo a mi informe y dime si hay algún error que salte a la vista.
Διάβασε σε παρακαλώ την αναφορά μου και πες μου αν παρατηρείς χτυπητά λάθη.

διαβάζω για κτ/κπ

Leí sobre tu accidente ayer en la prensa.
Διάβασα για το ατύχημά σου στην εφημερίδα.

διαβάζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La maestra leyó en voz alta y los niños escucharon.
Ο δάσκαλος διάβαζε και τα παιδιά άκουγαν.

ευανάγνωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La caligrafía del médico era apenas legible.

δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθηλωτικός, συναρπαστικός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απρόθυμος να διαβάσει

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν τον έχουν γυρίσει

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El libro juntaba polvo en la mesita de luz, sus páginas sin leer sin una sola marca de pliegues o huellas digitales.

τηλεπάθεια

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi primo cree que puede leerle la mente a su perro.

γυαλιά ανάγνωσης

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Supo que se estaba haciendo viejo cuando tuvo que comprar lentes para leer las letras pequeñas.
Ήξερε ότι μεγάλωνε όταν χρειάστηκε να αγοράσει ένα ζευγάρι γυαλιά ανάγνωσης για να βλέπει τα μικρά γράμματα.

κοιτάω πίσω από τις λέξεις

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su discurso sonó optimista, pero si lees entre líneas en realidad fue bastante pesimista.

διαβάζω με ευκολία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pude leer fácilmente su letra clara.

λέω το μέλλον

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαβάζω τη σκέψη κάποιου

locución verbal (anticipar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me has leído la mente, yo hubiera escrito el informe exactamente igual.
Πρέπει να διάβασες την σκέψη μου, αυτή η αναφορά είναι ακριβώς ό,τι θα έγραφα κι εγώ.

διαβάζω στα γρήγορα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No tenía mucho tiempo, así que sólo alcancé a leer el artículo por encima.

διαβάζω τα χείλη

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La película no tenía subtítulos así que me tía sorda tenía que leer los labios.

μελετώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No tuve tiempo de leer detenidamente tu artículo esta mañana.
Δεν είχα χρόνο να διαβάσω προσεκτικά το άρθρο σου σήμερα το πρωί.

διαβάζω λάθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Debo haber leído mal la fecha en la invitación.

διαβάζω δυνατά

λέω τα φύλλα του τσαγιού

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu fórmula para ganar en las carreras es menos confiable que leer los posos del té.

καταλαβαίνω κάτι από κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los analistas infieren las verdaderas intenciones de los políticos a partir de sus discursos.

μελετάω, μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deborah estaba leyendo cuidadosamente un libro de cocina italiana.

διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lean atentamente el capítulo 1 pero sólo lean por encima el capítulo 2.

διαβάζω δυνατά

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me leyó en voz alta la carta por teléfono.
Μου διάβασε δυνατά το γράμμα από το τηλέφωνο.

διαβάζω με ευκολία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es un libro simple, hecho para que los chicos lo lean con facilidad.

ρίχνω μια ματιά σε κτ

(texto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jake le echó un vistazo al informe para ver si se mencionaba algún problema.
Ο Τζέικ διάβασε στα γρήγορα την αναφορά, ψάχνοντας τυχόν μνεία σε προβλήματα.

διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los estudiantes leyeron los labios de la profesora cuando dio las instrucciones.

απρόθυμος να διαβάσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναδιαβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.