Τι σημαίνει το lembrar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lembrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lembrar στο πορτογαλικά.

Η λέξη lembrar στο πορτογαλικά σημαίνει μοιάζω με κπ, υπενθυμίζω, θυμίζω, θυμάμαι, υπενθυμίζω, θυμίζω, θυμάμαι, υπενθυμίζω, θυμίζω, φέρνω στο νου, θυμάμαι, θυμίζω, θυμάμαι, σκέφτομαι, θυμάμαι, θυμίζω, θυμάμαι, θυμάμαι, που θυμίζει, θυμάμαι, μοιάζω σε κπ, θυμάμαι, ξανά-σκέφτομαι, βεβαιώνομαι ότι κάνω κτ, δεν θυμάμαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω, γυρίζω πίσω, θυμάμαι, αναπολώ, θυμάμαι, ξυπνάω αναμνήσεις σε κπ από κτ, θυμάμαι, θυμάμαι, βοηθάω, βοηθώ, θυμίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lembrar

μοιάζω με κπ

(figurado)

υπενθυμίζω, θυμίζω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenho de sair às 5 da tarde; não esqueça de me lembrar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να φύγω στις 5 μ.μ. Μην ξεχάσεις να μου το θυμίσεις. Θύμισα στον γιο μου τα γενέθλια της μητέρας του.

θυμάμαι

verbo transitivo (recordar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tente lembrar exatamente o que aconteceu.
Προσπάθησε να θυμηθείς ακριβώς τι έγινε.

υπενθυμίζω, θυμίζω

verbo transitivo (fazer alguém se lembrar de que) (σε κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lembre-me de que eu tenho uma consulta com o médico amanhã!
Θύμισέ μου ότι έχω ραντεβού με τον γιατρό αύριο!

θυμάμαι

verbo transitivo (ter em mente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Isso é algo importante de se lembrar.
Είναι ένα σημαντικό πράγμα για να το θυμάσαι.

υπενθυμίζω, θυμίζω

verbo transitivo (κάτι σε κπ, σε κπ κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O alarme lembrou Tim de seu compromisso. / Lembrei meu filho do aniversário da sua mãe.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το ξυπνητήρι υπενθύμισε (or: θύμισε) στον Τιμ το ραντεβού του.

φέρνω στο νου

verbo transitivo (chamar à lembrança, evocar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θυμάμαι

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Petra repentinamente lembrou que sua mãe estava planejando visitá-la.
Η Πέτρα θυμήθηκε ξαφνικά ότι η μητέρα της σχεδίαζε να την επισκεφτεί.

θυμίζω

(fazer alguém se lembrar de) (κάποιον σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você me lembra muito do meu filho mais novo. / Essa paisagem me lembra os Alpes Suíços.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μου θυμίζεις πολύ το μικρότερο γιο μου.

θυμάμαι

verbo transitivo (manter em mente) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lembre de comprar vinho para esta noite.
Μην ξεχάσεις να αγοράσεις κρασί για το βράδυ.

σκέφτομαι, θυμάμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lembra o que fizemos na semana passada?
Μπορείς να σκεφτείς (or: θυμηθείς) τι κάναμε το προηγούμενο σαββατοκύριακο;

θυμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θυμάμαι

(ter na memória)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu lembro do dia em que você nasceu.
Θυμάμαι τη μέρα που γεννήθηκες.

θυμάμαι

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που θυμίζει

(ser semelhante a algo ou alguém)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν ξέρω από πού ήταν ο άντρας, η προφορά του όμως έβγαζε κάτι το σκοτσέζικο.

θυμάμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μοιάζω σε κπ

Muitas pessoas dizem que a Maria se parece com a avó dela. O Sam realmente se parece com o pai.
Πολλοί λένε ότι η Μαρία μοιάζει με τη γιαγιά της.

θυμάμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανά-σκέφτομαι

(tentar lembrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βεβαιώνομαι ότι κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πριν φύγεις, βεβαιώσου ότι κλείδωσες όλα τα παράθυρα και τις πόρτες.

δεν θυμάμαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι

locução verbal (analisar seriamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανέρχομαι, ξαναγυρίζω, γυρίζω πίσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lembre-se de 25 anos atrás, quando o sucesso dessa empresa não era garantido.

θυμάμαι, αναπολώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θυμάμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξυπνάω αναμνήσεις σε κπ από κτ

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θυμάμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aí foi onde nos beijamos pela primeira vez, você se recorda?
Εδώ φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Θυμάσαι;

θυμάμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick recordou-se dos longos e quentes verões de sua juventude.
Ο Πάτρικ αναπολούσε τα μακρά, ζεστά καλοκαίρια της νιότης του.

βοηθάω, βοηθώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando Gary não conseguia lembrar a palavra, o professor dele o fazia lembrar.
Όταν Γκάρι δεν μπορούσε να θυμηθεί τη λέξη, του την υπενθύμισε ο δάσκαλός του.

θυμίζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ouvir àquela música me faz lembrar de dias mais felizes.
Το άκουσμα αυτού του τραγουδιού μου φέρνει στο νου πιο ευτυχισμένες μέρες.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lembrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.