Τι σημαίνει το branco στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης branco στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του branco στο πορτογαλικά.

Η λέξη branco στο πορτογαλικά σημαίνει άσπρο, άσπρος, λευκός, άσπρος, λευκός, λευκός, με γάλα, λευκός, χιονισμένος, λευκός, γυμνός, μπλακάουτ, κενό, λευκός Αγγλοσάξονας προτεστάντης, κενό, απώλεια, μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου, χιονισμένος, στολή, φασόλι, φασολάκι, βουνοχιονόκοτα, λευκό αιμοσφαίριο, Decapterus macarellus, λευκοκορήγονος, λευκοκορέγονος, έχω ένα κενό μνήμης, μπεσαμέλ, κενός, άδειος, μη Ινδοευρωπαίος, ξεκάθαρος, κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος, άσπρος σαν πανί, άσπρος σαν το χιόνι, γαλακτερός, ασπρομάλλης, ασπρόμαυρα, λεύκα, φραντζόλα, κορέγονος, κρέμα, κρέμα blancmange, ασπρόμαυρη φωτογραφία, λευκό ψωμί, άσπρο ψωμί, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, ανοιχτή επιταγή, δεύτερη ευκαιρία, άχρηστο αντικείμενο, πλατίνα, ακραίος ρατσιστής, λευκό κρασί, μαρκαδόρος, γυαλιστερό λευκό, κράταιγος, λευκή σοκολάτα, λευκό ψάρι, λευκός μόσχος, λευκό παγώνι, λευκό τεριέ, λευκή κόλλα, ασπρόμαυρο, άσπρο-μαύρο, ποίηση χωρίς ομοιοκαταληξία, φασόλι νέιβι, φασόλι navy, μαρκαδόρος ασπροπίνακα, οπισθογράφηση, φύλλο ολίσθησης, κενός, ασπρόμαυρος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ασπρόμαυρος, κράταιγος, ασπρόμαυρο φίλμ, ασπρόμαυρη τηλεόραση, λευκή επιταγή, ξοδεύω, σπαταλαώ, διαγράφω, άδειος, κενός, ξεκάθαρος, λευκός Αμερικανός, λευκή Αμερικανίδα, το να ξεχνώ τα λόγια μου, χάνω τα λόγια μου, λευκός φτωχός, άδειος, άγραφος, κενός, μπελάς, κενό, κενό, άπειρος, οικονομικό έγκλημα, Λευκή Βίβλος, καμβάς, κράταιγος, λευκός θόρυβος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης branco

άσπρο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você tem esse vestido em branco ou preto?
Έχετε αυτό το φόρεμα σε άσπρο ή μαύρο;

άσπρος, λευκός

adjetivo (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela imprimiu o documento em papel branco.
Τύπωσε το έγγραφο σε άσπρο (or: λευκό) χαρτί.

άσπρος, λευκός

adjetivo (δέρμα: χλωμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sou tão branca naturalmente que nunca fico bronzeada.
Η επιδερμίδα μου είναι τόσο άσπρη (or: λευκή) που δεν μαυρίζω ποτέ.

λευκός

adjetivo (φυλή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Embora existam muitos brancos nesta cidade, o número de pessoas de outras raças tem crescido dramaticamente.
Αν και υπάρχουν πολλοί λευκοί άνθρωποι σε αυτήν την πόλη, ο αριθμός των άλλων φυλών έχει αυξηθεί δραματικά.

με γάλα

(BRA, café com leite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Meu marido não gosta de leite em seu café, mas eu tomo o meu branco.
Του άντρα μου δεν του αρέσει το γάλα στον καφέ αλλά εγώ πίνω τον δικό μου με γάλα.

λευκός

adjetivo (vinho)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nós geralmente tomamos vinho branco com peixe.
Συνήθως πίνουμε λευκό κρασί όταν τρώμε ψάρι.

χιονισμένος

adjetivo (com neve)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

λευκός

γυμνός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Precisamos pintar essas paredes brancas.
Πρέπει να βάψουμε αυτούς τους γυμνούς τοίχους. Τα δέντρα ήταν γυμνά χωρίς τα φύλλα τους.

μπλακάουτ

(BRA, figurado, informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κενό

(figurado, informal)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

λευκός Αγγλοσάξονας προτεστάντης

(EUA, abreviação, pejorativo: grupo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os parceiros no escritório de advocacia são todos brancos, anglo-saxões e protestantes.
Όλοι οι συνέταιροι σε αυτή τη δικηγορική εταιρεία είναι λευκοί Αγγλοσάξονες προτεστάντες.

κενό

(μεταφορικά: μνήμη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen teve um lapso em sua memória do último ano; ela parecia não conseguir lembrar de seu antigo telefone.
Η Κάρεν είχε ένα κενό στη μνήμη της σχετικά με πέρσι. Δε μπορούσε να θυμηθεί το παλιό της τηλέφωνο.

απώλεια

(συγκέντρωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex teve um lapso de concentração durante seu teste e não o terminou.
O Άλεξ έχασε τη συγκέντρωσή του στο διαγώνισμά του και δεν το τελείωσε.

μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χιονισμένος

adjetivo (cabelo, barba) (μεταφορικά, λόγιος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Τα γένια του είναι άσπρα, αλλά τα μαλλιά του είναι ακόμη σκούρα.

στολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φασόλι, φασολάκι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βουνοχιονόκοτα

substantivo masculino (ave da tundra ártica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λευκό αιμοσφαίριο

(glóbulo branco, leucócito)

Decapterus macarellus

(ictiologia) (επίσημο: ψάρι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

λευκοκορήγονος, λευκοκορέγονος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έχω ένα κενό μνήμης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπεσαμέλ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κενός, άδειος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O artista fitou a tela em branco em frente a ele.
Ο καλλιτέχνης κοίταζε επίμονα τον λευκό καμβά που ήταν μπροστά του.

μη Ινδοευρωπαίος

adjetivo (que não possui pele de cor branca)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεκάθαρος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος

adjetivo (cor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσπρος σαν πανί

(pálido: por um choque, susto, etc.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άσπρος σαν το χιόνι

adjetivo (extremamente branco) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαλακτερός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασπρομάλλης

(figurado, cabelo branco)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασπρόμαυρα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λεύκα

substantivo masculino (árvore)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φραντζόλα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορέγονος

(peixe) (ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρέμα

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρέμα blancmange

substantivo masculino (ζαχαροπλαστική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασπρόμαυρη φωτογραφία

(διαδικασία)

λευκό ψωμί, άσπρο ψωμί

substantivo masculino

ασπρόμαυρη ταινία

ασπρόμαυρη τηλεόραση

ανοιχτή επιταγή

substantivo masculino

δεύτερη ευκαιρία

(chance de recomeçar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muitas pessoas veem o começo de um novo ano como uma página em branco; uma chance de deixar os insucessos para trás e começar de novo.

άχρηστο αντικείμενο

(informal, item indesejável)

πλατίνα

substantivo masculino (liga preciosa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακραίος ρατσιστής

substantivo masculino, substantivo feminino (alguém que acredita que a raça branca é superior)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λευκό κρασί

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαρκαδόρος

substantivo masculino (για πίνακα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γυαλιστερό λευκό

(cor de tinta branco brilhante) (χρώμα)

κράταιγος

(fruto de romãzeira) (είδος θάμνου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λευκή σοκολάτα

substantivo masculino (confecção feita com manteiga de cacau)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λευκό ψάρι

substantivo masculino (termo para muitos tipos de peixes comestíveis)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λευκός μόσχος

substantivo masculino (fragrância sintética)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λευκό παγώνι

substantivo masculino (tipo de ave com penas brancas)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λευκό τεριέ

substantivo masculino (ράτσα σκύλου)

λευκή κόλλα

substantivo feminino

ασπρόμαυρο

expressão

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ele perguntou a diretora porque ela escolheu usar preto e branco no filme.
Ρώτησε τη σκηνοθέτιδα γιατί επέλεξε να κάνει την ταινία της ασπρόμαυρη.

άσπρο-μαύρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ποίηση χωρίς ομοιοκαταληξία

substantivo masculino (poesia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φασόλι νέιβι, φασόλι navy

substantivo masculino

μαρκαδόρος ασπροπίνακα

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οπισθογράφηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φύλλο ολίσθησης

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κενός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por favor, complete os espaços em branco no formulário de inscrição.
Παρακαλώ όπως συμπληρώσετε τα κενά σημεία στη φόρμα αίτησης.

ασπρόμαυρος

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fotografia em preto e branco aposta mais na composição do que nas cores.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία βασίζεται περισσότερο στη σύνθεση παρά στο χρώμα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjetivo

ασπρόμαυρος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κράταιγος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ασπρόμαυρο φίλμ

ασπρόμαυρη τηλεόραση

(programas)

λευκή επιταγή

substantivo masculino

Meu tio está nos dando um cheque em branco para qualquer quantia de que precisarmos.

ξοδεύω, σπαταλαώ

expressão verbal (perda de tempo e dinheiro, coisa inútil) (χρόνο, χρήμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαγράφω

locução verbal (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άδειος, κενός

locução adjetiva (figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando Hazel pegou a caneta para começar o teste de matemática, a cabeça dela estava em branco.
Όταν η Χέιζελ έπιασε το μολύβι της για να ξεκινήσει το τεστ των μαθηματικών, το μυαλό της ήταν κενό.

ξεκάθαρος

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A situação pode parecer preto no branco para você, mas na realidade é mais complicada.
Η κατάσταση μπορεί να σου φαίνεται ξεκάθαρη, αλλά βασικά είναι πιο περίπλοκη.

λευκός Αμερικανός, λευκή Αμερικανίδα

το να ξεχνώ τα λόγια μου

expressão verbal (informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάνω τα λόγια μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando chegou a hora de falar, deu um branco no ator.
Όταν ήρθε η ώρα να πει τα λόγια του, του ηθοποιού του κόπηκε η μιλιά.

λευκός φτωχός

(gíria, pejorativo)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Algumas pessoas pensam que todos os sulistas são brancos pobres e sem educação.

άδειος, άγραφος, κενός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alguém deve ter apagado aquela fica porque ela está em branco agora.
Κάποιος πρέπει να έχει σβήσει εκείνη την κασσέτα γιατί είναι κενή τώρα.

μπελάς

substantivo masculino (figurado; algo difícil)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Este carro é uma beleza, mas é um elefante branco para manter.
Το αυτοκίνητο είναι κουκλί, αλλά η συντήρησή του είναι πακέτο.

κενό

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Por favor, preencha os campos em branco na primeira parte do formulário de inscrição.
Σας παρακαλώ συμπληρώστε τα κενά στο πρώτο μέρος της αίτησης.

κενό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia um espaço em branco no relatório, já que estão faltando os números de terça-feira.

άπειρος

expressão (pessoa sem experiência)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οικονομικό έγκλημα

Λευκή Βίβλος

(μεταφορικά)

καμβάς

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sanjay é um grafiteiro. Paredes são suas telas em branco.

κράταιγος

substantivo masculino (φυτό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λευκός θόρυβος

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του branco στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του branco

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.